Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Άσμα Ασμάτων





Από παιδί αυτή η φράση στ΄αυτιά μου αντηχούσε σαν άρπα.

(Συχνά μου συμβαίνει αυτό, τα λόγια και τα κείμενα να τα "ακούω" ως μουσική, ακόμα κι αν δεν είναι ποιήματα ή στίχοι.
Θυμάμαι στο σχολείο, στην ώρα των αρχαίων ελληνικών, πώς διάβαζα απο μέσα μου τα κείμενα: όχι εκεί που έβαζαν οι μεταγενέστεροι τις τελείες, αλλά εκεί που ένιωθα ότι πραγματικά τελείωνε για μένα η φράση. Αλλιώς μου φαινόταν σαν κακοφωνία, σαν κακοτεχνία. Φυσικά δεν έλεγα τίποτα προς τα έξω, και επιμελώς διάβαζα αυτά που ήθελε η καθηγήτρια, με μέτρο και ευταξία και προσωδία, όταν με καλούσε να αναγνώσω το κείμενο. Μόνο σε μια φίλη που είχα - με την οποία τότε μοιραζόμουν τα πάντα και καθόμασταν στο ίδιο θρανίο - εξομολογούμουν:  "Είναι σαν μουσική, σαν κύματα στ΄αυτιά μου, και όταν την εμποδίζουν να απλωθεί, νομίζω ότι στενεύομαι, περιορίζομαι".)

Κάπως έτσι λοιπόν κι αυτή η φράση, που, όποτε την έπιανε τ΄αυτί μου, κι ακόμα άγνωστη για μένα, με άφηνε εκστατική.
Όπως εκστατική μ΄αφήνουν και πολλές λέξεις της ελληνικής γλώσσας -  όχι από το νόημα, μα από τον ήχο τους. Δεν ξέρω αν έχω κατάλοιπα συναισθησίας στον εγκέφαλο, μα μου συμβαίνει.  Στις τελευταίες μου σπουδές έμαθα πως ο εγκέφαλος των βρεφών είναι συναισθητικός, μπλέκονται όλες οι αισθήσεις μαζί σε μία σφαιρική αντίληψη, και αργότερα αρχίζουν να διαχωρίζονται η μία από την άλλη*. Παρόμοια πράγματα μου συνέβαιναν κι όταν έπαιζα κιθάρα, κι ήθελα να εξομολογηθώ στον αγαπημένο μου δάσκαλο της μουσικής (τον πρώτο, όχι τον τύραννο τον δεύτερο!) ότι το ρε έχει χρώμα κυπαρρισί και κανένα άλλο, το λα ένα κιτς χρυσό, και το σι ασημί. Όχι ένα απλό ασημί, ούτε καν αυτό των κοσμημάτων - μα το χρώμα με το οποίο αντανακλάται το ηλιόφως πάνω στα νερά, και το γεμίζει μ΄αυτά τα αναρίθμητα αστεράκια...Το ρε κάτω από το πεντάγραμμο έχει ένα βαθύ πράσινο, σχεδόν μαύρο χρώμα - μυστηριώδης νότα πάντοτε στις παρτιτούρες μου-  ενώ το ντο είναι μπορντώ, σαν βελούδινη κουρτίνα θεάτρου ή καμπαρέ. Το μι είναι μπλε ραφ, ενώ το φα (που ποτέ μου δεν το χώνεψα) είναι καφέ. Καφέ, καφεδί, ένα από τα χρώματα που δεν μπορώ.
Βέβαια, αυτό το παθαίνω μόνο όποτε βλέπω παρτιτούρα: τα χρώματα κεντρίζονται από τα σχήματα, από τα φθογγόσημα, όχι από τους ίδιους τους ήχους. Όχι λοιπόν, δεν είναι σαν να τριπάρω με LSD όποτε ακούω μουσική (μα βλέπω εικόνες, όπως - νομίζω; - όλοι μας...)

Ξαναγυρίζω λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων, μέσα από τα βουστροφηδόν πατήματα του μυαλού...Βουστροφηδόν, δηλαδή γραφή με εναλλασσόμενη φορά, από τα δεξιά στ΄αριστερά και μετά απο τα αριστερά στα δεξιά και ούτω καθ΄εξής...Έτσι όπως ίσως να πρωτογράφτηκε και το Άσμα αυτό...λέω τώρα, με το μυαλό μου.
Αργότερα έμαθα περί τίνος πρόκειται, μα η μαγεία του δε χάθηκε ποτέ για μένα. Όχι μόνο η μαγεία των ήχων του, μα και η μαγεία του κειμένου του ίδιου. Σκέψου, ένα βαθύτατα ερωτικό τραγούδι, με μια γυναίκα που καλεί τον αγαπημένο της και τον ποθεί, να βρίσκεται μέσα στην Παλαιά Διαθήκη -  αυτήν που μαθαίναμε στο σχολείο και είχε μέσα όλο αστροπελέκια, τιμωρίες των αμαρτωλών, κατακλυσμούς για να ξεπλυθεί η γη από τα ανθρώπινα "αποβράσματα", γυναίκες που απολιθώνονταν και φωτιές να βγαίνουν μέσα απο θάμνους.  Και μόνο αυτό, έφτανε για να το αγαπήσω.







E...

"E Lovers" by johnnyjinx (deviantart). 
Λάδι, πάνω σε σελίδες της Βίβλου με το Άσμα Ασμάτων. Διαβάζουμε:

"My lover is radiant and ruddy,
Outstanding among ten thousand.
His head is purest gold,
his hair is wavy
and black as a raven.
His eyes are like doves
by the water streams,
washed in milk,
mounted like jewels"...






Το «Ασμα» είναι ένα γαμήλιο τραγούδι, που βλάστησε σ' έναν ποιμενικό λαό, αυτόν της Παλαιστίνης.  Η ιστορία, εν συντομία, έχει ως εξής: Μία βοσκοπούλα, η Σουλαμίτις, αγάπησε έναν βοσκό. Tον φανταζόταν νύχτα-μέρα, και τον αναζητούσε στους κάμπους και στα βουνά: "Λαχτάρησα ν΄ακούσω τη λαλιά του. Τον αναζήτησα, και δεν τον βρήκα". Αυτός για κείνην έγινε πλέον ο αγαπημένος των αγαπημένων, αυτός που "αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου γι΄αυτόν". Ο βασιλιάς Σολομώντας - ο γνωστός, αυτός που έχτισε τον ναό της Ιερουσαλήμ από τον οποίο σήμερα σώζεται μόνο το "τείχος των δακρύων", και που έλεγαν ότι μπορούσε να δαμάσει όλα τα στοιχειά και τ΄αερικά και τα τζίνια της πλάσης με τις ομώνυμες σφραγίδες του, τις σφραγίδες του Σολομώντα - αγάπησε την βοσκοπούλα και την θέλησε. Και με γλυκιά γλώσσα σαν το μέλι, προσπάθησε να την φέρει προς το μέρος του. Οι γυναίκες της Ιερουσαλήμ την προέτρεπαν να δεχτεί - ποιά άμυαλη θα κλοτσούσε τέτοια τύχη; Κι αυτή απάντησε: " Όμως, πλήθος νερά δεν μπορούν να σβήσουν την αγάπη, κι ούτε μπορούν να την πνίξουν ποτάμια. Αν κάποιος του σπιτιού του όλα τα πλούτη έδινε για ν΄αγοράσει αγάπη, άλλο από καταφρόνια δε θα κέρδιζε..."
 Άλλοι λένε ότι ο βασιλιάς την πήρε στο παλάτι για γυναίκα, μα όταν είδε την πίστη της στον αγαπημένο της βοσκό, την άφησε ελεύθερη να πάει να τον βρει και να ενωθεί μαζί του. Κι άλλοι, ιστορούνται πως ο αγαπημένος της βοσκός, ήταν ο ίδιος αυτός ο βασιλιάς...
 
Παρά το ερωτικό του περιεχόμενο, το τραγούδι ενσωματώθηκε στον εβραϊκό και στον χριστιανικό κανόνα, επειδή ερμηνεύτηκε αλληγορικά: οι Εβραίοι είδαν στο Άσμα μια παράσταση της σχέσης του Γιαχβέ με τον λαό του Ισραήλ, ενώ οι χριστιανοί τη σχέση του Χριστού (του Νυμφίου) προς την Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, είναι ένα κομμάτι αρχαίας παράδοσης των λαών των τόπων εκείνων, που επέζησε και ενσωματώθηκε στην εβραϊκή θρησκεία (και κατ΄επέκταση στην χριστιανική), έτσι όπως επέζησαν με πείσμα κάποια πανάρχαια δικά μας αρχαιοελληνικά έθιμα και ντύθηκαν με θρησκευτικό μανδύα, επιβιώνοντας ως σήμερα. (Ένα παράδειγμα, ένεκα της ημέρας: το έθιμο του Επιταφίου - μιας και είναι Μεγάλη Παρασκευή σήμερα-  προέρχεται από τους Κήπους του Αδώνιδος της αρχαιότητας. Εκεί δεν έκλαιγε η μάνα τον γιό, μα η Αφροδίτη τον εραστή της, Άδωνη...)


Ο Σεφέρης, που έκανε τη δική του, ανυπέρβλητη μετάφραση στο ποίημα, σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου : «... Η εποχή της συναρμολόγησης του ποιήματος πρέπει να είναι ο 4ος π.Χ. αιώνας. Τότε ένας Ιεροσολυμίτης συντάκτης με εμμονή την ανάμνηση του Σολομώντα, ενσωμάτωσε διάφορα ιουδαϊκά κομμάτια με στοιχεία από το Μοάβ (μία περιοχή που συνορεύει με τη Νεκρά Θάλασσα, κομμάτι της σημερινής Ιορδανίας) ή και από τη Συρία σ' αυτό το σύνολο, όπου είναι αισθητές και οι ελληνικές επιρροές». Γράφτηκε σε εβραϊκή -αραμαΐζουσα γλώσσα και μεταφράστηκε στην ελληνιστική κοινή (την lingua franca της εποχής) από τους «Εβδομήκοντα», μια επιτροπή από Ιουδαίους ελληνιστές. Η μετάφραση των Εβδομήκοντα εμφανίζεται στην ελληνική βιβλιογραφία ως Ο' (ο αριθμός εβδομήντα στον αρχαιοελληνικό τρόπο αρίθμησης) και στην αγγλική βιβλιογραφία ως Septuagint (από τον αριθμό εβδομήντα στα λατινικά).
Προσθέτει ο Σεφέρης: «...Το Ασμα, μολονότι ξεκίνησε από την ποιμενική Αφροδίτη και υμνεί με πάθος εξαιρετικά έντονο τον ερωτικό πόθο και τη λαχτάρα του αποχωρισμένου από τον αγαπημένο του, μολονότι δεν μνημονεύει διόλου τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, βρήκε ωστόσο -όχι χωρίς συζητήσεις είναι αλήθεια- μια θέση στον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης». 

Κάποτε λοιπόν που διάβασα απνευστί όλο τον Σεφέρη, μέσα σ΄ενα καλοκαίρι όλο βότσαλα και αστερίες και κοχύλια που έμειναν στα χέρια μου μετά το πέρασμα του κύματος, μου΄μεινε για πάντα και το Άσμα Ασμάτων του κι οι στίχοι  "Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου /  ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο σου· / είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο / και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη..."








Δεν ξέρω λοιπόν πως μου΄ρθε, μεγαλοπαρασκευιάτικα, να θυμηθώ αυτό το πανάρχαιο τραγούδι του έρωτα. Ίσως γιατί μέσα από αυτό μία άλλη Αφροδίτη κλαίει για τον χαμένο της Άδωνη, που ωστόσο έπειτα τον ξαναβρίσκει... Ίσως γιατί η αγάπη, τελικά, μπορεί να κάνει θαύματα και να ανασταίνει ανθρώπους. Ίσως...
Σας αποχαιρετώ με κάποιους στίχους του:










ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ.
...

Τραγούδι Δ'


Η ΝΥΦΗ


Εγώ κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά.
...

ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου,
χεῖρές μου ἔσταξαν σμύρναν,
δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη
ἐπὶ χεῖρας τοῦ κλείθρου.
ἤνοιξα ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου,
ἀδελφιδός μου παρῆλθεν·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ·
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,
ἐκάλεσα αὐτόν καὶ οὐχ ὑπήκουσέν μου.
εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει,
ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με·
ἦραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾽ ἐμοῦ φύλακες τῶν τειχέων.
ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
ἐν ταῖς δυνάμεσιν καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσιν τοῦ ἀγροῦ,
ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, τί ἀπαγγείλητε αὐτῷ;
ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ.
Σηκώθηκα ν᾽ ανοίξω στον αγαπημένο μου·
έσταξε σμύρνα από τα χέρια μου,
τα δάχτυλά μου γέμισαν σμύρνα
σαν άγγιξα το μάνταλο της κλειδωνιάς.
Άνοιξα στον αγαπημένο μου·
ο αγαπημένος είχε περάσει·
βγήκε η ψυχή μου ακολουθώντας τον·
τονε ζήτησα και δεν τον βρήκα,
τονε φώναξα, δε μ᾽ άκουσε.
Μ᾽ ήβραν οι φύλακες
που τριγυρνούν στην πολιτεία,
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
πήραν τη μαντίλα μου από πάνω μου
αυτοί που φυλάγουν τα τείχη.
Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
στις δύναμες και στις ορμές του αγρού
α βρείτε τον αγαπημένο μου τι θα του πείτε;
Πως είμαι λαβωμένη της αγάπης.






τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν;
τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ὅτι οὕτως ὥρκισας ἡμᾶς;
Ο ΧΟΡΟΣ

Μα τι έχει ο αγαπημένος σου, πάνω απ᾽ τους άλλους,
συ πεντάμορφη;
Μα τι έχει ο αγαπημένος σου πάνω απ᾽ τους άλλους
για να μας εξορκίζεις τόσο;



ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ πυρρός,
ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων.
κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καὶ φάζ,
βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται,
μέλανες ὡς κόραξ.
...

κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου.
κνῆμαι αὐτοῦ στύλοι μαρμάρινοι
τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς·
εἶδος αὐτοῦ ὡς Λίβανος,
ἐκλεκτὸς ὡς κέδροι.
φάρυγξ αὐτοῦ γλυκασμοὶ
καὶ ὅλος ἐπιθυμία. 
...
Η ΝΥΦΗ

Ο αγαπημένος μου λάμπει και ροδίζει,
διαλεχτός στους μύριους·
το κεφάλι του είναι λαγαρό χρυσάφι
βάγια οι βόστρυχοί του
μαύροι σαν κοράκι.
...

είναι φίλντισι η κοιλιά του, με ψηφιά ζαφείρια·
τα πόδια του είναι μάρμαρο κολόνες
με χρυσά θεμέλια.
Η όψη του είναι σαν το Λίβανο,
διαλεχτή σαν το κέδρο·
τα λόγια του είναι γλυκασμός
κι ολόκληρος είναι επιθυμία.

...






θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου,
ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου·
ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος·
περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός,
φλόγες αὐτῆς·
ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,
καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν.

 

Τραγούδι Ϛ'



Η ΝΥΦΗ

Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου,
ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο σου·
είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο
και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη·
οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς,
φλόγα του Θεού.
Νερά ποτάμια δεν μπορούν
να σβήσουν την αγάπη.












* Για την συναισθησία υπάρχει ένα ωραίο βιβλιαράκι:
Jamie Ward (2010). Ο Βάτραχος που Κόαζε Μπλε: Η συναισθησία και η ανάμειξη των αισθήσεων. Αθήνα: Πεδίο.






2 σχόλια:

Κυκλοδίωκτον είπε...

Τι όμορφη η συναισθησία σου, τη ζήλεψα!

Παρόμοιος παραλληλισμός αγάπης και σχέσης με το Θεό, γίνεται και στα ποιήματα του Τζ. Αλ Ρουμι.
Κάποιοι λένε ότι δεν γράφτηκαν όλα για την αγάπη του Θεού, αλλά για τον αγαπημένο του μαθητή που τον σκότωσαν οι άλλοι από μεγάλη ζήλεια.

Κραταιά ως θάνατος η αγάπη και αναστάσιμη.
Άγρυπνη ενώ καθεύδουμε.

Καλή Ανάσταση Achernar!

Αchernar είπε...

Καλή Ανάσταση, καλή μου Κυκλοδίωκτον!

Σ΄ευχαριστώ για την συσχέτιση με τον Ρουμί, μ΄αυτή την ευκαιρία θα τον ξανακοιτάξω. Δεν γνώριζα αυτήν την εκδοχή για τον μαθητή του.

Ακριβώς, "άγρυπνη ενώ καθεύδουμε"...

Δημοσίευση σχολίου