Κυριακή 15 Μαΐου 2016

H Φαίδρα, η 'Υδρα και οι άλλες ιστορίες




«Η Ύδρα είναι μια φραγκοσυκιά γεμάτη πυρετό, όνειρα και αγκάθια»

Μίλτος Σαχτούρης.






Αφότου είδα το μεσημέρι την ταινία "Φαίδρα" του Ζυλ Ντασέν, με μία απαστράπτουσα Μελίνα Μερκούρη να σκίζει την οθόνη στα δύο (όπως σε όλες της τις εμφανίσεις), κι αφού αυτή τη στιγμή το χρυσό απόγευμα εδώ στο μπαλκόνι μου θυμίζει κάτι από ήπιο νησιώτικο καλοκαίρι, δεν μπόρεσα να μη θυμηθώ την Ύδρα.

Εκεί λοιπόν που η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η σεναριογράφος της ταινίας, μετέφερε την αρχαία τραγωδία του Θησέα, της Φαίδρας και του Ιππόλυτου : στην Ύδρα της δεκαετίας του '60.








H Λυμπεράκη, όντας η ίδια τραγική και βουτηγμένη ολόκληρη μέσα στο θέατρο του Μυστηρίου, μα και με την ιδιότητα του μέλους της τότε "καλής κοινωνίας", αποτύπωσε τον απόηχο της καθημερινότητας του τζετ σετ της εποχής εκείνης: με τους ανταγωνισμούς των τότε εφοπλιστών, τα ξέφρενα πάρτυ στα νησιά που τότε άρχιζαν - πράγματα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνεχίζουν ως σήμερα - μα που από πίσω κρύβουν, σαν παραπετάσματα του θεάτρου, την αρχετυπική τραγωδία. Που παραμονεύει πίσω από την μουσική των parties, βράζει, κοχλάζει από κάτω, έτοιμη να εκραγεί. 

Κι αφού μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ανά τους αιώνες, δε θα σταθώ στην ταινία, μα στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η οποία τελικά, δεν έπαψε ποτέ να μας αφορά...

Ο ποιητής των υποήχων, Roberto Calasso, αναφέρει για την Φαίδρα, στους "Γάμους του Κάδμου και της Αρμονίας":

"Ιώ, Τηλέφασσα, Ευρώπη, Αργιόπη, Πασιφάη, Αριάδνη, Φαίδρα. Τα ονόματα αυτά μας μιλούν για ένα πρόσωπο πλατύ, αγνό, λαμπερό, που φωτίζει από μακριά, που μας φωτίζει όλους όπως το φεγγάρι. 
'Χλωμές και τεράστιες μορφές, φοβερές, μοναχικές, σκυθρωπές κι απελπισμένες, μοιραίες ερωμένες, μυστηριώδεις, καταδικασμένες σε τιτάνιες ατιμώσεις. Τι θα απογίνετε; Ποιά μοίρα σας προσμένει; Πού θα μπορέσουν να κρυφτούν οι φοβεροί έρωτές σας; Ποιούς τρόμους και ποιόν οίκτο εμπνέετε, ποιά τεράστια λύπη και σαστιμάρα προκαλείτε στους ανθρώπους εκείνους που καλέσατε να θαυμάσουν την τόση ντροπή και τον τόσο τρόμο', λέει ο Gustave Moreau".






Η Φαίδρα δεν είναι η πρώτη στην αλυσίδα αυτής της τραγωδίας. Mάλλον είναι η τελευταία, και κλείνει έναν κύκλο, από τους πολλούς που άνοιξε ο Θησέας. Aς θυμηθούμε π.χ. την εγκατάλειψη της Αριάδνης στη Νάξο, την αφηρημάδα του με τα μαύρα πανιά στο πλοίο του, που κόστισε τη ζωή του πατέρα του, Αιγέα, ο οποίος από τον πόνο του γκρεμίστηκε από το Σούνιο... " Όταν ο Θησέας αφαιρείται, κάποιος θα χαθεί." (Calasso, στο ίδιο).
Κι ας μην ξεχνάμε ότι η Φαίδρα ήταν κι αυτή κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, δηλαδή αδερφή της Αριάδνης - της πρώτης πριγκίπισσας που ξελόγιασε ο Θησέας στην Κρήτη. Σα να λέμε, εγκαταλείπει την Αριάδνη στην έρημη Νάξο, εκεί που θα έβρισκε βέβαιο θάνατο, κι έπειτα από χρόνια παντρεύεται την αδερφή της...
"Ο Θησέας βιαζόταν να ελευθερωθεί από τα τρόπαιά του, μόλις τα κατακτούσε, για να ασχοληθεί με άλλα (...) Ο Θησέας είναι εκείνος που σηκώνεται και φεύγει." (στο ίδιο).

Ο Θησέας λοιπόν, άρπαζε γυναίκες που, κατά κανόνα, δεν μπορούσε να αρπάξει κανείς άλλος, κι έπαιζε κορώνα γράμματα μέχρι και τον εαυτό του σ΄αυτές τις περιπέτειες. Γι΄αυτόν δεν ήταν η συγκεκριμένη γυναίκα το θέμα, μα η έξαψη και η αδρεναλίνη, το καρδιοχτύπι που φέρνει η όλη διαδικασία της κατάκτησης. Αμέσως μετά, ξεχνούσε το τρόπαιό του, ακόμα κι αν αυτό ήταν ως και η Ωραία Ελένη...

Ανάμεσα λοιπόν στις γυναίκες που αρπάζει ο Θησέας, είναι κάποτε και η αμαζόνα Ιππολύτη, ή η Αντιόπη (υπάρχουν πολλές παραλλαγές στον μύθο, όπως συμβαίνει και σε ολόκληρη την ελληνική μυθολογία άλλωστε). Πρόκειται πάντως για την βασίλισσα των Αμαζόνων. Ο βασιλιάς των Αθηνών εξάλλου, άρπαζε μόνο πριγκίπησσες και βασίλισσες.






Σύμπλεγμα Θησέα και Αντιόπης, από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος στην Ερέτρια, που απεικόνιζε την Αμαζονομαχία. Υστεροαρχαϊκή περίοδος, γύρω στο 500 π.Χ. Αρχαιολογικό μουσείο Ερέτριας.



Δεν θα σταθούμε εδώ στο τι συνέβη μεταξύ τους, ούτε στην κάθοδο των Αμαζόνων στην Αθήνα, για να πάρουν πίσω την βασίλισσά τους. Όπως υποπτευόμαστε ήδη, μέσα στις ιστορίες που προκαλούν οι πράξεις του Θησέα, δεν φωλιάζει ποτέ ένα αίσιο τέλος. Δε θα μιλήσουμε λοιπόν εδώ για την Αμαζονομαχία που διεξήχθη μέσα στην πόλη των Αθηνών (το σύμβολο του περάσματος από την μητριαρχία στην πατριαρχία, κατά κάποιους μελετητές), ούτε στους τάφους των Αμαζόνων που βρίσκονται άγνωστοι και διάσπαρτοι κάτω από τα πόδια μας, όταν περιδιαβαίνουμε κατά τους ρομαντικούς μας περιπάτους στου Φιλοπάππου, στον Άρειο Πάγο και στα πέριξ του αρχαιολογικού κέντρου...
Ο,τι κι αν έγινε πάντως, ο Θησέας τελικά παράτησε την Αμαζόνα για την Φαίδρα. Κι εκείνη, λένε, είτε σκοτώθηκε (κάποιοι λένε ότι σκοτώθηκε μάλιστα από το χέρι του Θησέα κατά την Αμαζονομαχία), είτε κατέφυγε στα Μέγαρα να κρύψει την ντροπή της, όπου και πέθανε τελικά από μελαγχολία.


Πριν γίνουν όμως όλα αυτά, χάρισε στον Θησέα έναν γιό, τον Iππόλυτο
Έναν πανέμορφο νέο, που αγαπούσε το αγνό κάλλος και τα άλογα, και πέρα απ΄αυτά δεν είχε στο νου του τίποτε άλλο. Μέχρι και το όνομά του, περιείχε μέσα τους ίππους.  
  
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που στην ταινία η Φαίδρα συναντά τον Αλέξη στην αίθουσα των μαρμάρων του Παρθενώνα, στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, να σκιτσάρει τα περίφημα αγάλματα των αλόγων. 
(σημείωση: μετά από αυτήν ακριβώς την ταινία η Μελίνα άρχισε να ευαισθητοποιείται για τα Ελγίνεια μάρμαρα, για την επιστροφή των οποίων προσπάθησε μετέπειτα ως Υπουργός Πολιτισμού).






Ο νέος αυτός λοιπόν, τιμούσε μόνο την θεά Άρτεμη, την αυστηρή θεά της παρθενίας και του κυνηγιού, και αμελούσε τις τιμές στους υπόλοιπους θεούς. Αγέρωχος, αυτάρκης, κλεισμένος μέσα στην ικανοποίηση που του προσέφερε μόνο ο εαυτός του.
" ...Για τους έρωτες γνώριζε μόνο όσα έβλεπε στα διάφορα θεάματα και στα αγάλματα. Η λατρεία του ήταν τα βιβλία και οι μεθυστικοί ατμοί των 'μεγαλόπρεπων λόγων'. Οι μοχθηροί έλεγαν ότι πίστευε στη 'λατρεία του εαυτού του'. " (Calasso, στο ίδιο).



Δεν γνωρίζω αν η Φαίδρα είχε σκοπό να εκδικηθεί τον Θησέα για την αδελφή της. Δεν το νομίζω, όμως. Ο έρωτας ήρθε ξαφνικά και την χτύπησε σαν τρίαινα στο μέτωπο, σαν κεραυνός, σαν τα φαρμακερά βέλη του Απόλλωνα και της Άρτεμης, εκηβόλος. Δηλαδή, αυτός που έρχεται και σε χτυπάει από μακριά.

Δεν ήξερε βλέπεις ότι είχε γίνει πιόνι της Αφροδίτης. Η θεά, οργισμένη που ο Ιππόλυτος δεν τιμούσε και εκείνη, αποφάσισε να τον εκδικηθεί εμπνέοντας αυτό το σφοδρό πάθος στην μητριά του, κι αφήνοντας τα υπόλοιπα να πάρουν το δρόμο τους.

O Eυρύπιδης, στην τραγωδία του Ιππόλυτος τεφανηφόρος)δείχνει πως η Φαίδρα καταρρακώνεται από αυτό το πάθος, σε σημείο που πλέον δεν τρώει και δεν μπορεί να περπατήσει καλά. Την υποβαστάζει η παραμάνα της, εκείνη που τη μεγάλωσε από μικρή. Παραληρεί και λέει λόγια ακατανόητα για τους άλλους, ότι θέλει λέει να τρέξει να πιει νερό από τις πηγές των βουνών, να πλαγιάσει σε χλοερά λιβάδια και κάτω από λεύκες, να βρεθεί μέσα σε δάση και να κυνηγήσει ελάφια. Αλλά βεβαίως, αυτοί είναι τόποι όπου συχνάζει ο Ιππόλυτος. Και τέλος, σκέφτεται τον ιππόδρομο, εκεί που ζει και αναπνέει κάθε μέρα το αντικείμενο του έρωτά της.
"...Ο Ιππόλυτος νόμιζε πως ήταν μόνος την ώρα που γυμναζόταν στο στάδιο, γυμνός, την αυγή. Το σώμα του άστραφτε ανέγγιχτο. Αλλά δυό γυναικεία μάτια το ακολουθούσαν κάθε στιγμή. Κρυμμένη σ΄ενα παρατηρητήριο πάνω από το στάδιο, στο ναό της Αφροδίτης Κατασκοπίας, η μητριά του Φαίδρα γνώριζε κάθε σύσπαση των μυών του. Τον κοίταζε και έχανε τα λογικά της από τον πόθο, μοναχική, όπως μοναχικός ήταν και ο Ιππόλυτος. Τα ιδρωμένα χέρια της κομμάτιαζαν φύλλα μυρτιάς. Ύστερα, όταν ο πόθος γινόταν αβάσταχτος, έβγαζε την καρφίτσα από τα μαλλιά της και, καθώς τα μάτια της πολιορκούσαν κάθε κίνηση του Ιππόλυτου, τρυπούσε τα φύλλα της μυρτιάς." (Calasso, στο ίδιο).

Μας το λέει κι ο Παυσανίας στην Ελλάδος Περιήγησις, στα Κορινθιακά: "ἐνταῦθα ἔτι πεφύκει ἡ μυρσίνη, τὰ φύλλα ὡς καὶ πρότερον ἔγραψα ἔχουσα τετρυπημένα: καὶ ἡνίκα ἠπορεῖτο ἡ Φαίδρα καὶ ῥᾳστώνην τῷ ἔρωτι οὐδεμίαν εὕρισκεν, ἐς ταύτης τὰ φύλλα ἐσιναμώρει τῆς μυρσίνης". 
[μετάφραση: "Εδώ φυτρώνει η μυρτιά που τα φύλλα της, όπως ανέφερα και προηγουμένως, είναι διάτρητα. Όταν η Φαίδρα ερχόταν σε απόγνωση που δεν μπορούσε να βρει λυτρωμό από τον έρωτά της, κατέστρεφε τα φύλλα αυτής της μυρτιάς"].

Όσο για την μυρτιά, μαθαίνουμε ότι "ήταν φυτό της Αφροδίτης, πριν γίνει και του Διονύσου, και μέχρι τότε ήταν μόνο η φευγαλέα και προαιρετική ευωδιά της ερωτικής συνάντησης" (Calasso).


Αυτά περί της τραγωδίας, δεν λέω περισσότερα- για όποιον θέλει, υπάρχουν να τα βρει...


Kαι μετά την μεγάλη αυτή παράκαμψη (μεγάλη, όπως οι χοροί που μιμούνταν τα βήματα του Θησέα στον λαβύρινθο), γυρίζω πάλι στο νησί της Ύδρας.


Στην Ύδρα λοιπόν του 1961, κατά το γύρισμα της ταινίας, γίνεται χαμός κάτω στο λιμάνι. Εκεί μαζεύονται, ο ένας πάνω στον άλλο, το καστ και οι λοιποί που συμμετέχουν στην ταινία. Και μαζί τους κόσμος πολύς, περίεργοι, κάτοικοι του νησιού, που αναμιγνύονται όλοι μαζί και χρίζουν το θρυλικό μπαρ Λαγουδέρα ως κέντρο των επιχειρήσεων: τον πρώτο όροφο τον έκαναν καμαρίνι, εκεί που έβαφαν την Μελίνα (την οποία βέβαια, έβαφαν και παντού αλλού).







Λίγο πιο πριν, τo 1956, είχε γυριστεί εκεί και το "Κορίτσι με τα Μαύρα", άλλη αγαπημένη μου ταινία, με την αξεπέραστη Έλλη Λαμπέτη.









Η Ύδρα βλέπεις, εκείνη την εποχή είναι in: είναι ο καιρός του hully gully, του shake, αλλά και των Beatles, των Rolling Stones, των Jefferson Airplane και της ψυχεδέλειας. Η χρυσή νιότη της Αθήνας γλεντάει στην Ύδρα, που γίνεται σύντομα τόσο κοσμοπολίτικη, όσο είναι σήμερα η Μύκονος κι η Σαντορίνη. Τρελοί χοροί και ποτάμια αλκοόλ μέχρι πρωίας, με πανταλόνες, τυρκουάζ μακιγιάζ και μαύρα γυαλιά ηλίου για να κρύβουν τα κουρασμένα μάτια τα ξημερώματα.

Εκεί γυρίζονταν λοιπόν οι ταινίες, απανωτά η μία μετά την άλλη, με όλες τις ντίβες του ελληνικού κινηματογράφου να παρελαύνουν, μα και με διεθνείς παραγωγές να δίνουν το παρόν. Την αρχή όλου αυτού του χαμού την ξεκίνησε η ταινία "To Παιδί και το Δελφίνι" με τη Σοφία Λώρεν, που έκανε το νησί γνωστό στα πέρατα του κόσμου.
Έκτοτε, το επισκέπτονταν
οι πάντες: η θλιμμένη πριγκίπισσα Σοράγια (που, καθόλου θλιμμένη δε φαινόταν όταν χόρευε μέχρι πρωίας), η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μπριζίτ Μπαρντό, η Μαρία Κάλλας, η μισητή της ανταγωνίστρια Jackie O. να αλωνίζει το Αιγαίο μαζί με τον Ωνάση και να κλείνουν τραπέζι από το κότερο, ελικόπτερα να προσγειώνονται για λίγο, ίσα για να πιούν οι ιδιοκτήτες τους ένα ποτό από τους μπάρμεν που οι κάτοικοι ανήγαγαν σε θρύλους...Μα και τα άγρια νιάτα, ο Μικ Τζάγκερ, ο Τζον Λένον, κι ο καθένας με την ηλικία τους και τις διαθέσεις τους, ακόμα και χωρίς ιδιαίτερο βαλάντιο, που τύχαινε να ξεβραστεί σ΄αυτό το νησί που, περιέργως, έμοιαζε όλους να τους αγκαλιάζει και όλους να τους περιμαζεύει.

Η Μαργαρίτα Καραπάνου έλεγε γι΄αυτούς τους ξένους που έρχονταν και ρίζωναν στο νησί, και που κάποιοι απ΄αυτούς άπλωναν ρίζες σχεδόν αιωνόβιες:
"Μερικοί από αυτούς βλέπουν το νησί σαν έναν τελευταίο σταθμό πριν από τον θάνατο... Πραγματικοί misfits, desaxes, σαν τους ελέφαντες που κρύβονται πριν από τον θάνατο και μπορούν να ζήσουν τριάντα και πλέον χρόνια, και δεν θα ξαναφύγουν βέβαια ποτέ, και το ξέρουν αυτό. Ξέροντας μέσα τους ότι εδώ θα πεθάνουν, δεν έφυγαν..."
Για κάποιον μάλιστα από αυτούς, που πήγε στο νησί από νέος και γέρασε εκεί, έλεγε πως άνετα θα μπορούσε να ζει εκεί από Προ Χριστού και τώρα να επρόκειτο για την μετεμψύχωση του...


Μεταξύ αυτών που ρίζωσαν για χρόνια, ήταν κι ο Leonard Cohen, που "πολιτογραφήθηκε" Υδραίος.
Την εποχή που έφτασε στην Ύδρα, υπήρχαν μόνο λίγα καφενεία, ενώ τα μισά σπίτια ήταν ακατοίκητα και στα υπόλοιπα δεν υπήρχε συνήθως φως και τηλέφωνο.
Έγινε μέλος μιας παρέας διανοουμένων που σύχναζαν στο μπακάλικο του Κατσίκα. Μέλη της παρέας αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, ένας πλούσιος Ελβετός μπον βιβέρ που οργάνωνε θρυλικά παιχνίδια πόκερ, και ένας ζωγράφος. Ο οποίος έφτιαξε έναν πίνακα για τον Κοέν κατόπιν παραγγελίας του δεύτερου, και μια φορά που εκείνος έλειπε από το σπίτι του, ο ζωγράφος μπήκε μέσα, πήρε τον πίνακα και τον ξαναπούλησε αλλού...
Από αυτή την παρέα ο Κοέν γνώρισε την Νορβηγίδα Μάριαν, που τότε ζούσε εκεί με τον συγγραφέα σύζυγο της και το παιδί τους. Όταν όμως εκείνος την εγκατέλειψε για μια άλλη, ο Κοέν πήρε υπό την προστασία του αυτήν και το παιδί της. Αγόρασε και ένα σπίτι στην Ύδρα, με χρήματα που είχε κληρονομήσει από την γιαγιά του, κι εκεί εγκαταστάθηκε για αρκετά χρόνια με την Μάριαν, που υπεραγαπούσε.




                                    Leonard Cohen and Marianne, by Aviva Layton


«Καθόμουν στις σκάλες και την κοίταζα που κοιμόταν. Την παρακολουθούσα επί ένα χρόνο με το φως του φεγγαριού ή της κηροζίνης…».
«…Όταν υπάρχει φαγητό στο τραπέζι, όταν τα κεριά είναι αναμμένα, όταν πλένεις τα πιάτα μαζί της και βάζεις το παιδί για ύπνο.  Αυτή είναι τάξη, αυτή είναι μια πνευματική τάξη, δεν υπάρχει άλλη».

Το σπίτι του στην Ύδρα ήταν τριώροφο αλλά, όπως και τα περισσότερα τότε, χωρίς ρεύμα ή νερό.  "Πρέπει να είναι πάνω από 200 ετών και πολλές γενιές ψαράδων να έζησαν εδώ..."
"Τριγυρνάω μες στα δωμάτια με ένα κερί στο χέρι σαν την οικονόμο της “Ρεβέκκας”,  πάνω- κάτω στο τρομαχτικό υπόγειο... Ο ήχος των κουδουνιών από τα μουλάρια καθώς σκύβουν να φάνε σου σκίζει την καρδιά έτσι όπως μπλέκεται με τις μουσικές της ταβέρνας δύο η ώρα το πρωί της Δευτέρας".




 Leonard Cohen playing guitar on the terrace of his house on Hydra. 
Greece 1982 by Dominique Issermann.



Λίγο πιο πάνω, προς την κορυφή, βρίσκεται το σπίτι που περνούσαν τα καλοκαίρια τους η Μαργαρίτα Λυμπεράκη (που αναφέρθηκε παραπάνω, η σεναριογράφος της "Φαίδρας") και η κόρη της, η Μαργαρίτα Καραπάνου, ανάμεσα σε έρωτες, σε φίλους και σε σκύλους...
Μάλιστα, στα γυρίσματα της "Φαίδρας" η δεύτερη, έζησε από μέσα όλον αυτόν τον πυρετό της προετοιμασίας. Αναφέρει, σε μια σχετική φωτογραφία στο βιβλίο "Δε μ΄αγαπάς. Μ΄αγαπάς": 

"... ήταν υπέροχα. Εγώ ήμουν τότε δεκατριών χρονών, βαφόμουν πολύ, ήθελα να παίξω στην ταινία. Η Ρίτα (η μητέρα της) έμοιαζε να τα έχει όλα. Όλα και όλοι ήταν στα πόδια της. Η Μελίνα, εγώ, ο Θέμος..."
Η Καραπάνου, με αφετηρία αυτό το νησί έπλασε ένα από τα γοτθικότερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει, κι ίσως ένα από τα καλύτερα βιβλία που είχα την τύχη ποτέ να ανοίξω, τον Υπνοβάτη.
Ανάμεσα από μία αποικία περιθωριακών εστέτ και μποέμ που παρεπιδημούν στο νησί, ξεπετάγεται ένα φάντασμα, ένας άντρας με το ένα πόδι στο αόρατο και με το άλλο μες στο χώμα. Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου κάθε φορά που ξαναδιαβάζω αυτό το βιβλίο, περνάω σε άλλη περιοχή του χωροχρόνου μέχρι να το αφήσω κάτω.

Η Καραπάνου δεν αποκάλυπτε πως το Νησί του Υπνοβάτη είναι η Ύδρα, αλλά αυτό εύκολα μαντεύεται.
" Ο μόνος λόγος για τον οποίο διάλεξα αυτό τον χώρο, το Νησί, είναι ότι η Ελλάδα είναι ένας χώρος μαγικός από την αρχαιότητα και όπου κάλλιστα ένας νέος Χριστός θα μπορούσε να εμφανιστεί, όπως π.χ. στο Ισραήλ... Ζούμε και περνάμε από έναν χώρο, πιστεύω, πολύ πιο μαγικό απ' ό,τι οι Γάλλοι ή οι Αμερικανοί... Αν κι εκεί βέβαια υπάρχουν χώροι μαγικοί, όπως π.χ. το βασίλειο των Ινκας..."
Έκατσε έναν χειμώνα στο νησί, για να το γράψει, με δυσκολία.
"... Από παράδεισος το καλοκαίρι, τον χειμώνα μετατρέπεται όχι σε κόλαση, αλλά σ' ένα μέρος όπου οι άνθρωποι τρελαίνονται! Είναι κάτι πολύ περίεργο! Σαν να το 'χει αγγίξει χέρι Θεού ή Διαβόλου και τον χειμώνα γίνεται ένα evil μέρος... Είναι σκοτάδι, και όπως είναι και στα βόρεια, σκοτεινιάζει από τις τρεις... Τα καφενεία είναι κλειστά. Πας λοιπόν σε άλλα σπίτια να βρεις άλλους δυστυχισμένους κι εκεί λες: Μα, τι κάνω εγώ εδώ;"
Εάν δεν είσαι από νησί κι από χώρα νησιού που δέρνεται από το χειμωνιάτικο αγιάζι και την τραμουντάνα, μπορεί να την έβρισκες υπερβολική - μα εγώ, όχι. Είναι ακριβώς όπως τα λέει. Το καλοκαίρι τα νησιά ασπρίζονται και στολίζονται κι ανοίγουν την καρδιά τους για να υποδεχθούν τον κόσμο, μα το χειμώνα κλείνουν τα πορτοπαράθυρά τους ενάντια στον μανιασμένο αέρα και σκοτεινιάζουν σε κάτι άλλο...
"...Τότε που είχα ζήσει εδώ πέρα τον χειμώνα, πώς να στο πω, αισθανόμουν όλα τα βάρη του νησιού, κι αυτό απέδωσα μέσα στο βιβλίο... Αν δεν είχα ποτέ ζήσει αυτούς τους μήνες εδώ, ποτέ δεν θα μπορούσα να πιάσω αυτές τις δονήσεις. Τον χειμώνα δεν ξέρεις αν είναι καλές ή κακές... Είναι τόσο έντονες, που αυτές μπόρεσα και τις πήρα και τις ανέπτυξα.."



Διάβαζα τις προάλλες τα Ημερολόγιά της, το Η Ζωή Είναι Αγρίως Απίθανη... Μία γυναίκα που την γνώρισε, γράφει, πολύ χαρακτηριστικά:
"Αναρωτιόμουν αν ήταν δική της επιθυμία να εκδοθεί το "Η ζωή είναι αγρίως απίθανη''. Η απάντηση ήταν καταφατική. Μου φαινόταν κενή και διάφανη, σαν πνεύμα, σαν να απομυθοποιείται, σαν να μην θέλει πια να μας παιδεύει (εννοώντας, την επιθυμία της Καραπάνου να δημοσιευτούν τα ημερολόγιά της και τα γράμματα της μητέρας της, λίγο πριν το θάνατο της.) Μας έριξε την τελαυταία της βόμβα και έφυγε, όπως οι γάτες που όταν δεν έχουν καμία επιθυμία εξαφανίζονται . Μπορεί να αγαπούσε τους σκύλους, τα μάτια της όμως έκρυβαν μια γάτα".



 



Όπως και να έχει, είτε η Καραπάνου μας έκλεισε υπαινικτικά το μάτι είτε όχι, εκεί μέσα, στα Ημερολόγια της, ιχνογραφεί ξανά και ξανά τις γραμμές που ψάχνει να βρει για το γραπτό της: τον μελλοντικό Υπνοβάτη, που ακόμα δεν γνωρίζει ούτε τον τίτλο του. Σαν τον ζωγράφο που σχεδιάζει αδρά με κάρβουνο τα προσχέδια για τον μελλοντικό του πίνακα, με γρήγορες και κοφτές κινήσεις - τον πίνακα που ακόμα δεν ξέρει πώς θα είναι. Σαν τον Μάρκ, τον ζωγράφο στο βιβλίο, που δεν έβρισκε ακόμα κεφάλι για το σώμα που ζωγράφιζε...

"Για το κάθε κεφάλαιο έλεγα: αυτό θα πρέπει να είναι μπαρόκ, εκείνο θα πρέπει να είναι κιτς, το άλλο λυρικό..." 

"Μια ιστορία αγάπης, αλλά που να μην είναι το κέντρο. Γύρω από αυτήν να πιάνει κανείς τον παλμό της ζωής. (...)
Επίσης, αν μπορέσω, να είναι αστείο βιβλίο. Αστείο με την έννοια του παράλογου, του εβραϊκού αστείου,του πονεμένου και φοβερού αστείου.
Θα' θελα να δώσω αυτή τη μοναξιά της ζωής, αλλά παράλληλα το ανθρώπινο, ζεστό στοιχείο, αυτό που σώζει, και τον Θεό. Αλλά αυτά τα γράφω για μένα. Μέσα στο βιβλίο πρέπει να βγουν έμμεσα (...) και ιδίως ζωή, ζωή, ζωή. Η ζωή να ξεχειλίζει από παντού. (...)
Αυτοί που θα καταλάβουν πως το νόημα είναι ότι δεν υπάρχει νόημα. Από κει και πέρα αρχίζει η ζωή. Αλλά πώς να ζήσει κανείς με την αβάσταχτη αυτή γνώση;"

"Η ώρα είναι ωραία, απέξω φωνές, κομμάτια από φράσεις, ευτυχία. Πρέπει ο ΄ήρωάς' μου να έχει τέτοιες στιγμές, μετέωρες και στρογγυλές, 'χωρίς λόγο' χαρούμενες. Π ο τ έ με μεταφυσικά, κτλ. Το μεταφυσικό να ξεπηδάει μέσα από την καθημερινότητα. (...)
Πώς να το εξηγήσω: Γίνεται κάτι που πάλλεται αφόρητα κ α ι παράλληλα είναι νεκρό. Αυτό: όλα πορεύονται σιγά σιγά προς τον αφανισμό. Τίποτα δεν θα επαναληφθεί έτσι ακριβώς. Άρα, ό λ α έχουν αυτόν τον παλμό της ζωής και ταυτόχρονα το καθετί, από τη στιγμή που υπάρχει, εσωκλείει μέσα του και τον θάνατό του."

"Μουσική, πολύ βασική. Κ α ι οι σιωπές. Η μουσική να γίνεται όλο και πιο πολύ σαν το ταμ ταμ της εκτελέσεως, με pop, soul, κτλ."




Κι όμως, όλο αυτό, το έπιασε μες στο βιβλίο.









 "Το καταπληκτικό με το γράψιμο είναι ότι σιγά σιγά πλησιάζεις το στόχο σου, όπως ο κυνηγός το θήραμα, σαν το ερωτικό πλησίασμα, με τη μόνη καταπληκτική διαφορά ότι πλησιάζοντας ο στόχος αλλάζει, έτσι μπορείς να καταλήξεις σε κάτι τελείως διαφορετικό, δηλαδή όλες αυτές οι σημειώσεις που παίρνω μπορεί να πεταχτούν, να είναι άσχετες με το τελικό αποτέλεσμα, αλλά το βιβλίο-σενάριο είναι εδώ μέσα. Σαν το έμβρυο".
 
Και μερικά αποσπάσματα από τον Υπνοβάτη - επειδή, έτσι τυχαία όταν τον ξεφύλλισα έπεσα πάνω τους, κι επειδή τα ξεφυλλίσματα αυτά έχουν πάψει από καιρό τώρα να είναι τυχαία...


"Αλλά η Λούκα δεν ονειρεύτηκε το βιβλίο. Ονειρεύτηκε όλους τους άντρες που είχε αγαπήσει. Τους είδε σαν ακροβάτες σε κάποιο τσίρκο, περνούσανε μπροστά της κάνοντας μια υπόκλιση και βγάζοντας το καπέλο τους, σκαρφαλώνανε τα σχοινιά και κάνανε κάτι νούμερα πολύπλοκα και επικίνδυνα κάτω από μια άδεια τέντα, χωρίς μουσική και χωρίς κοινό, κι η Λούκα καθόταν μόνη στην πρώτη σειρά και χειροκροτούσε. Αλλά κάτι συνέβαινε με τα πρόσωπά τους: ο καθένας δανειζόταν απ΄τον άλλον ή τη μύτη του ή τα μαλλιά του (...) Τα πρόσωπα αρχίσανε τότε να στριφογυρίζουνε μπροστά της, τεμαχισμένα, γεμάτα αίματα, ουρλιάζοντας πιο γρήγορα, πιο κοντά, κι ένα της ήταν άγνωστο. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν βρεμένα και τον κρύβανε τελείως, της έλεγε συνέχεια το όνομά του αλλά η Λούκα δεν το άκουγε, τίναξε πίσω τα μαλλιά του και φάνηκε το πρόσωπό του, η Λούκα τον κοίταξε με απορία και είπε: "Μα σε ξέρω, σε ξέρω καλά". Κι αυτός απάντησε: "Όχι, αν δε με ξέρεις με το όνομά μου".

(...)

... Περίμενε καθισμένη σ΄εναν πάγκο, είχε κλείσει τα μάτια και σκεφτόταν το χαλί δίπλα στο τζάκι, προσπαθούσε να θυμηθεί τα πολύπλοκα σχέδια και τα χρώματά του, τη φωνάξανε, μπήκε σ΄ενα γραφείο. Κάποιος καθότανε απέναντί της. "Μα τον ξέρω, τον ξέρω καλά". Αισθάνθηκε ένα φόβο, τα ξανθά μαλλιά του ήταν βρεμένα, της έλεγε συνέχεια το όνομά του αλλά δεν το άκουγε , το άγνωστο πρόσωπο του ονείρου της φώναζε το όνομά του ξανά και ξανά.

"Με λένε Μανόλη".

(...)

"Κοίτα με", είπε ο Μανόλης.
Η Λούκα γύρισε το κεφάλι. Ναι, ήταν το πρόσωπο του ονείρου της. "Εμμανουήλ σε λένε", είπε ξαφνικά. "Εμμανουήλ είναι το πραγματικό σου όνομα, ' με λένε Εμμανουήλ', φώναζες στα όνειρά μου και δεν σε άκουγα".





Κι αυτό το βιβλίο, το τερατώδες και υπνωτιστικό, το έγραψε η γυναίκα που κάποτε, σαν κορίτσι, έγραφε στα Ημερολόγιά της για το ίδιο αυτό νησί:


"Πόσο μου φαίνονται άσκημα αυτά τα πράγματα (η μελαγχολική θέα από το παράθυρό της στο Παρίσι), όταν σκέφτομαι την Ύδρα. Θυμάμαι ένα πρωί στις πέντε η ώρα, είχα σηκωθεί και καθόμουν στο πεζούλι της ταράτσας. Κοίταζα την Ύδρα που ξυπνούσε. Ο ήλιος έβγαινε σιγά σιγά απ΄τα βουνά, όμως ακόμα ήταν αυγή. Και ξαφνικά όλα λούστηκαν από ήλιο. Η θάλασσα, τα σπίτια, οι δρόμοι. Κάτι έλαμψε μέσα μου, κάτι σαν χαρά. Η ζωή στο νησί άρχιζε μόλις ανέβαινε ο ήλιος. Τα μουλάρια άρχιζαν να πηγαίνουν το νερό. Κατέβηκα στην αγορά. Ο κόσμος, νυσταγμένος ακόμα, άρχιζε να τοποθετεί το πούλημά του. Η Ύδρα μου, το αγαπημένο μου νησί, πλημμύριζε από χαρά, ζωή...Πόσο την αγαπώ! Αυτή η μέρα έχει χαραχτεί βαθιά στο μυαλό μου σαν κάτι σπουδαίο . Δεν ξέρω γιατί".

                                                                              
                                                                                                                 Πέμπτη 8 Οκτωβρίου, 1959



Το ίδιο μέρος, με αγγελικό φως από τη μια, και έναν μαύρο ήλιο από την άλλη...Γιατί κατάλαβε πως, τα μέρη, ανεξαρτήτως της ομορφιάς ή της ασκήμιας τους, μπορεί καμμιά φορά από παράδεισος να γίνουν η κόλασή μας και τούμπαλιν...



Κι ωστόσο, τα μέρη, οι πέτρες, οι αβραγιές, στέκουν αγέρωχα κάτω από το φως και τα δικά μας βάσανα, αναλλοίωτα. Τα νησιά συνεχίζουν να λιάζονται και να τεντώνονται κάθε πρωί κάτω από το φως του ήλιου, και ν΄απλώνουν τα σεντόνια τους στην ακροθαλασσιά να τα φρεσκάρει ο αέρας.




 Ύδρα,1948
(Ιωάννης Λάμπρου)





Και, για την Ύδρα,  δεν υπάρχουν μόνο τα παραπάνω που είπα. Μ΄αυτό το νησί συνδέθηκαν τόσοι και τόσοι άλλοι που αγαπώ:



ο Σεφέρης,


ο Σαχτούρης,


ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας,


ο Πικιώνης,


ο Ελύτης,


ο Χένρυ Μίλλερ,


ο Marc Chagall, που έμεινε στο αρχοντικό Τομπάζη (σήμερα παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών)


και τόσοι άλλοι, που ακόμα δεν ξέρω πως απάγκιασαν κάποτε εκεί, και που μου μέλλει να το ανακαλύψω...

 

Και θα υπήρξαν και τόσοι άλλοι μύθοι, ξεχασμένοι, όχι για "γνωστά" πρόσωπα, μα για άγνωστα, για άντρες και για γυναίκες και στοιχειά, που κυκλοφόρησαν κάποτε από στόμα σε στόμα κι από καρδιά σε καρδιά, και τώρα αντηλαλούν μόνο στα νερά των πηγαδιών...






Aυτή η ανάρτηση ξεκίνησε να γράφεται το απόγευμα, όταν το μπαλκόνι μου ήταν σαν ιστιοφόρο σε νερά που τα χρυσίζει ο ήλιος. Και τώρα πια κοντεύουν μεσάνυχτα,  το θερινό Τρίγωνο αρχίζει να προελαύνει στον ουρανό, ένας αέρας φυσάει επίμονα τόσες ώρες σα καλοκαιρινό μπουρίνι, και τ΄αστέρια σπιθίζουν από πάνω μου. Το πανί του καταρτιού μου ανεμίζει - το μπαλκόνι μου σαλπάρει.





Πάμε για την Ύδρα.












4 σχόλια:

Κυκλοδίωκτον είπε...

Δεν μπόρεσα να το τελειώσω όλο. Διάβαζα διάβαζα διάβαζα... (έχω στο μυαλό μου και κάτι δουλειές που με περιμένουν, μπήκα για λίγο και πρέπει να βιαστώ)

Πολλές πληροφορίες μαζεμένες όλες μαζί.
Μήπως άλλη φορά κάτι τέτοια να μας τα χωρίζεις σε ενότητες να μας διευκολύνεις;


Τι ενθουσιασμός κι αυτός μέσα σου για ό,τι πιάσεις να ασχοληθείς! Τι μέγιστη νοητική υπερπαραγωγή για όλα τα θέματά σου!

Δεν στο πα, αλλά σε σένα αναγνωρίζω κάτι από τον προηγούμενο εαυτό μου, πριν καταλαγιάσει η τόση του υπερσκέψη και υπερανάλυση για τα πάντα...

Μη δωσεις όμως πολύ σημασία σε όσα λέω. Ίσως και να μην είναι έτσι κι εγώ απλώς να γέρασα και 'γινα παιδί της εύκολης και γρήγορης πληροφορίας...

Αchernar είπε...

Καλή μου Κυκλοδίωκτον, καλως σε βρίσκω και πάλι!!

Ναι, όντως καλό είναι να χωρίζονται σε ενότητες. Βγαίνουν από μέσα μου κατευθείαν όλα μαζί, συνειρμοί επί συνειρμών, και τα ρίχνω εδώ μέσα όλα ατάκτως εριμμένα... Ξέρεις, συχνά δεν σκέφτομαι καν ότι μπορεί να με διαβάζει κάποιος. Αλλά έχεις δίκιο, δεν χρειάζεται να πονοκεφαλιάζει να βγάλει άκρη όποιος ξεβραστεί κατά τύχη σ΄αυτό το ιστολόγιο...Είναι κι ένα δείγμα σεβασμού προς τον αναγνώστη αυτό.

Ναι, ο ενθουσιασμός για ό,τι καταπιάνομαι είναι ένα χαρακτηριστικό μου. Όσο για την υπερσκέψη και υπερανάλυση, εδώ βρίσκω τον χώρο να την εκφράσω, γιατί στην καθημερινή ζωή δεν μπορώ να μιλήσω με πολλούς γι΄αυτά τα θέματα. Και εδώ φαίνεται μόνο η υπερσκέψη, γιατί τα συναισθήματα και τις αιτίες και τους συνειρμούς που με οδηγούν σε αυτήν (ίσως τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια για μένα), συχνά δεν τα αναφέρω εδώ μέσα :)

Ναι, αυτό με την αναγνώριση το έχω νιώσει κι εγώ για σένα, με κάποιο τρόπο :) Η αλήθεια είναι ότι η υπερανάλυση - όπως ξέρεις κι εσυ καλά - έχει τα υπέρ της, έχει και τα κατά της. Προσπαθώ με τα χρόνια να εστιάζω μόνο στα υπέρ της και να τα χρησιμοποιώ για συγκεκριμένους σκοπούς, εκεί που ταιριάζει, όσο γίνεται- αν και κάθετι στη φύση πάει ζευγαράκι με το αντίθετό του, οπότε πληρώνω για αυτά τα υπέρ κι ένα τίμημα των "κατά"... :)

Κυκλοδίωκτον είπε...

Θα σου πω κάτι άσχετο με όλα αυτά. Για τον τρόπο που πλένω πιάτα... :)

Που λες Ακερνάρ, όταν πλένω πιάτα (νομίζω ότι είναι κι από τις πιο δημιουργικές στιγμές μου, οι περισσότερες σκέψεις τότε βρίσκουν δίοδο να μου ρθουν, τόσο νωχελικά που το κάνω), τα πλένω με το μυαλό. Μηχανικά μεν, αλλά με το μυαλό.

Ιδίως όταν τα ξεπλένω, πρέπει να ικανοποιήσω το μυαλό μου ότι το χέρι μου πέρασε από όλα τα σημεία τους που έχουν σαπουνάδες. Ακόμη κι αν έχει περάσει το νερό από πάνω τους κι έχει φύγει η σαπουνάδα, θα πρέπει να τα πιάσω με το χέρι και να αισθανθώ τη γυαλάδα και το τρίξιμο της καθαριότητας.
Μόνο τότε ικανοποιούμαι ότι καθάρισαν.

Τις προάλλες έτυχε να δω (όχι για πρώτη φορά, αλλά αυτή η φορά αθροιστικά με τις προηγούμενες, μου κανε εντύπωση και με προβλημάτισε ιδιαίτερα-άμα θες να φιλοσοφήσεις, φιλοσοφείς ακόμα και με τα πιάτα)... έτυχε να δω μια κυρία που απλώς τα βαζε κάτω από τη βρύση, μπρός-πίσω-φλαπ-φλουπ και τέλος. Τα είχε ξεπλύνει στο 1/3 ή στο 1/4 του δικού μου χρόνου.
Από τότε, μελετώ τον δικό μου τρόπο πλυσίματος και αν όντως χρειάζονται όσα κάνω ή αν δεν είναι τόσο απαραίτητα.

Δεν το αναφέρω ως ζήτημα καθαριότητας, αλλά σαν παράδειγμα για το πώς ικανοποιείται διαφορετικά το μάτι ή το μυαλό μας και το πώς επιλέγει να αφιερώσει το χρόνο του στις όσες θεωρεί σημαντικές λεπτομέρειες.

Δεν το λέω για να προσπαθήσω να αλλάξω τον τρόπο που σκέφτεσαι. Ο καθένας μας επιλέγει αυτό που τον ικανοποιεί και τον ολοκληρώνει.
Μόνο να σου δείξω μια άλλη οπτική που κι εγώ ακόμη ανακαλύπτω...

Την καλημέρα μου!

Αchernar είπε...

Ναι, καταλαβαίνω πως το λες. Την υπερανάλυση την εχω μόνο σε κάποια πράγματα που με ενδιαφέρουν για κάποιους λόγους και μου ξυπνούν κάτι, όχι παντού. Γι΄αυτό και είπα παραπάνω ότι το νήμα και το κίνητρο και την αιτία των όσων υπεραναλύω, δεν τα αναφέρω. Είναι πολύ συγκεκριμένα και μετρημένα στα δάχτυλα τα όσα με ενδιαφέρουν τόσο, ώστε να τα υπεραναλύσω. Δεν ειναι δηλαδή ενα χαρακτηριστικό που το εχω σε όλες τις πλευρές του εαυτού μου. Ξέρω την χαρά της γρηγοράδας. Εξάλλου, εδώ μέσα μπαίνω και υπεραναλύω όταν εχω την ανάγκη να το κάνω, να το "τερματίσω" που λένε, κι άλλοτε εξαφανίζομαι ή γράφω πιο σύντομα κομμάτια, γιατί πολύ απλά δεν την εχω.
Ξέρω ότι αυτό το κείμενο φαίνεται ορυμαγδός άσχετων πραγμάτων σε κάποιον τρίτο, μα για μένα είναι κάτι άλλο, κι έχει κάποιο λόγο που το έγραψα, τον οποίο δεν αναφέρω. :)
Καλή σου μέρα και σε σένα :)

Δημοσίευση σχολίου