Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

"Μαμά;"










Είχα να διαβάσω για ένα μάθημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου το βιβλίο της "Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς", που αποτελείται από τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της, την Μαργαρίτα Καραπάνου.

Μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας και οι δύο, που γνώρισαν και συναγελάστηκαν με διεθνή ιερά τέρατα της διανόησης, μα χωρίς να φοράνε πάνω τους το πανωφόρι του μεγαλείου για να το περιφέρουν απο' δω κι απο' κει. Με πένα που φωνάζει από μακριά, "αυτό είμαι εγώ". Διαβάζεις ένα βιβλίο κι αμέσως καταλαβαίνεις ότι είναι Λυμπεράκη, αμέσως καταλαβαίνεις ότι είναι Καραπάνου. Πόσοι συγγραφείς μπορούν να το πούν αυτό; Κι όμως, τις φέρνω στο νου μου χειροπιαστές και καθημερινές, "μεγάλες" και ταυτόχρονα "μικρές", σαν όλους μας, σαν κι εσένα και σαν κι εμένα. Να καπνίζουν το τσιγάρο τους και να φυσάνε τον καπνό μπροστά τους, και να χαμογελάνε.

Παρατηρώ πως μιλώ στον ενεστώτα για δυό γυναίκες που έχουν φύγει από τη ζωή· για δυό γυναίκες που ποτέ δεν γνώρισα κι όμως μου φαίνονται γνωστές μου. Ίσως γιατί τα όσα πέρασαν, θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα απο εμάς. Σε μερικούς, ίσως να έχουν ήδη  συμβεί.
Κι ίσως γιατί η σχέση τους, αυτή η σχέση μάνας-κόρης, αναδύθηκε στη ζωή τους τόσο απρόσμενα, με τόση ένταση και βία, με τόσο αρχετυπικό βάρος, που καμμία από τις δυό δεν είχε προετοιμαστεί γι' αυτό και για όσα ακολούθησαν. Ο απόηχος αυτής της βίας, έστω και σαν ένα είδος μουσικού χαλιού που παίζει υπόκωφα στο background, μπορεί να υπάρχει μέσα σε κάθε σχέση. Μακάριοι όσοι δεν χρειάστηκε ποτέ να την αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο - μα πόσοι να είναι άραγε αυτοί ανάμεσά μας;


Γι' αυτά θέλω να μιλήσω εδώ. Δεν έχουν να κάνουν με τις δύο αυτές γυναίκες αυτές καθαυτές, μα για όσα διαδραματίστηκαν μεταξύ τους, τα οποία είναι παναθρώπινα και μας αγγίζουν όλους. Φαίνεται σαν να μιλώ για την μία και την άλλη, μα στην πραγματικότητα μιλώ για τα φανερά και τα κρυμμένα που αναδύονται σε κάθε σχέση, και αλληλομπλέκονται και μπερδεύονται και προκαλούν πολλά θλιβερά αλλά και θαυμαστά...

Έχουν ακουστεί πολλά γι' αυτή τη σχέση μεταξύ των δύο γυναικών. Γι' αυτό κι εγώ προσέγγισα αρχικά το βιβλίο με προκατάληψη: η Λυμπεράκη, η άπονη μάνα που παρατάει το παιδί της για να κάνει τη μεγάλη ζωή στα Παρίσια, και ούτω καθεξής... Καλά-καλά δεν ήθελα να το διαβάσω. Είναι τόσο το συντριπτικό βάρος που κουβαλάει η μητρική ταυτότητα και όλα όσα έχουμε συνδέσει με το τι πρέπει να είναι και να κάνει μια μάνα, που δεν ήθελα καν να ξεφυλλίσω τις σελίδες. Μα εξετάζοντας ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονται στους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, outcasts, μαθαίνουμε - όσο κι αν αυτό μας θυμώνει και μας εναντιώνει- πράγματα και για τον ίδιο μας τον εαυτό.


Ξεκίνησα χωρίς πολλή όρεξη, μα σύντομα μπλέχτηκα μέσα στην δίνη του βιβλίου: στις φωτογραφίες (που πάντα δείχνουν περισσότερα απ' όσα θα φανταζόμασταν ποτέ), στα αρώματα των πόλεων και των νησιών, στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, στις μόδες και τις μουσικές της, στις ταινίες και τον αναβρασμό της δεκαετίας του '60. Μια εποχή τουϊστ, μια εποχή nouvelle vague και Σαιν Τροπέ, που έτρεχε ιλλιγγιωδώς, αλλά  ταυτόχρονα με χάρη, σαν αμάξι σε ταινία του Γκοντάρ. Ακόμα και τα χτενίσματα των γυναικών φαντάζομαι, το eye liner τους, τα ταγιέρ τους (αχ αυτό το ταγιέρ που φοράει η Μαργαρίτα Λυμπεράκη έξω από ένα παριζιάνικο σινεμά που παίζει την "Φαίδρα"!)





Μα όλο αυτό είναι μόνο η επιφάνεια. Μια επιφάνεια, επάνω στην οποία η Λυμπεράκη ήξερε πάντα τόσο καλά να γλυστράει, σαν να έκανε πατινάζ.

Μια αχανής επιπολαιότητα από τη μεριά της, που σκεπάζει τα πάντα σαν ζάχαρη άχνη: τους γνωστούς, τους φίλους, τους έρωτες, τα ταξίδια, τα γεγονότα, τα συναισθήματα, τις ανάγκες, τα πάθη. Μυριάδες ονόματα παρελαύνουν, αλλά δεν αφήνουν κανένα ανεξίτηλο ίχνος: πήγα στο θέατρο με τον τάδε, σινεμά με τον ταδε, δείπνησα με τους τάδε, ταξίδεψα με τους τάδε, πήγα στα εγκαίνια του τάδε... 
 Όλοι και όλα χρησιμεύουν στο να αποσπάσουν την προσοχή της απο κάτι άλλο, να την δια-σκεδάσουν (με την έννοια του σκεδάζω, διασκορπίζω). Είναι τόσο έντονο αυτό το πράγμα, που ξεπερνάει πλέον το φυσιολογικό και γίνεται καταναγκασμός. Ακόμα κι εκεί που πάει να αναδυθεί ένα ατόφιο συναίσθημα (κυρίως προς την κόρη της), να εκφραστεί ένας πραγματικός πόνος ή μια ενοχή, αντανακλαστικά η Λυμπεράκη κάνει γκελ και το κόβει, βάζοντας μπροστά την επιπολαιότητα, σαν ασπίδα:
"Είναι που τη στιγμή που σου γράφω, νιώθω πολύ κοντά σου, έχω μεγάλη επιθυμία να σε δω. Και τότε...κάνω δήθεν πως δεν το θέλω και πολύ γρήγορα αρχίζω τα... άσχετα, τα τηλέφωνα, τις στάσεις της γιόγκα, some cooking κτλ. Και κάτι νέο: Ανοίγω το παράθυρο και ατενίζω την οροφή του "Εμ Τζι" μου (brown, very dark!) Αυτά".
Το να δραπετεύεις συνεχώς από τα συναισθήματά σου, χτίζοντας μια τέτοια αριστοτεχνική άμυνα, δείχνει κάτι. Δείχνει μια απώλεια, ένα κενό, το οποίο όμως μένει για πάντα ανείπωτο: δεν μπορεί να αφηγηθεί με λόγια, κάτι μαύρο και χαίνον πέρα από τα όρια του λόγου.Ένα άρρητο χάσμα λοιπόν, που πρέπει να γεμίσει με κάτι, διαφορετικά θα αποκαλυφθεί σε όλο του το μεγαλείο.
 Τι είναι αυτό το χάσμα; Άγνωστο. Η Λυμπεράκη δεν το ξέρει, και δεν θέλει να το μάθει ποτέ, γι΄αυτό θα τρέχει για πάντα μακριά του και θα ζει στο fast forward. Ψάχνοντας κάθε φορά κάτι που θα την κάνει να "ριζώσει" κάπου (κάτι που δεν το ήθελε με τίποτα, και ταυτόχρονα το αποζητούσε απεγνωσμένα).
Κάπου βέβαια το αναγνωρίζει στιγμιαία και η ίδια - στιγμιαία, πριν το σκεπάσει και πάλι:
"Κατά μία έννοια, κι εγώ η ίδια πάντα έτσι ήμουν [...] Αυτό που με σώζει είναι ίσως το ότι τρέχω πίσω από κάτι. Κάτι πολύ αόριστο, άρα που παίρνει χρόνο για να το βρούμε, που μας απασχολεί και το οποίο, αφού το βρούμε - περίπου-, το αφήνουμε και αρχίζουμε να κυνηγάμε κάτι άλλο".
Η Καραπάνου απεναντίας, ήθελε να ψάξει το δικό της κενό, να το αρθρώσει. Ξεκίνησε την ψυχανάλυση απο πολύ νωρίς, αναγνωρίζοντας πως αναδευόταν κάτι μέσα της. Κάθε προσπάθειά της κατευθυνόταν στο να δαμάσει αυτό το κενό, να το βάλει στο χαρτί και να το κατανοήσει, να συνυπάρξει μαζί του και να το αποδεχτεί, καθώς αυτό κατέκλυζε την ζωή της με βιαιότητα.






Η Καραπάνου υπήρξε το αντίθετο της Λυμπεράκη: η καθεμία ήταν το "αρνητικό" της φωτογραφίας της άλλης. Ό,τι δεν παραδέχτηκε ποτέ και δεν άρθρωσε η μάνα, το άφησε να ξεχυθεί η κόρη. Ό,τι  η μάνα κράτησε κρυφό, το έβγαλε στο φως η κόρη. Ό,τι αρνήθηκε η μάνα, το υπέστη στον υπερθετικό βαθμό η κόρη. Η μάνα έδειχνε προς τα έξω μια υπερ-τέλεια εικόνα της σικ διαννοούμενης, κι η κόρη υπήρξε χύμα στο κύμα. Η μάνα δραπέτευσε από την δική της ψυχική ασθένεια, κι η κόρη κλείστηκε για έναν καιρό στο ψυχιατρείο.
"Το παιδί θα αναλάβει να αποπερατώσει στη ζωή του ό,τι έμεινε ανολοκλήρωτο από τον γονιό", είπε ο  μεγάλος Jung. Κυρίως, ό,τι μπλέξιμο είχε ο γονιός στο ασυνείδητό του. Το παιδί είναι ένα σφουγγάρι που ρουφάει, όχι τα ορατά δεδομένα, αλλά - κυρίως- τα αόρατα. Γι΄αυτό  αποτελεί έναν καθρέφτη, στον οποίο συχνά ο γονιός δεν θέλει με τίποτα να καθρεφτιστεί. "Αμαρτίες γονέων, παιδεύουσι τέκνα", λέει ο λαός.
Και ειδικά η σχέση της μάνας με την κόρη, βαραίνει από χίλια δυό ανομολόγητα και απειλητικά, καθώς και οι δύο διαθέτουν αυτή την πυρηνική δύναμη που μπορεί είτε να φέρει τη ζωή, είτε να την πάρει, κι όταν συγκρούονται αναμεταξύ τους, από πίσω στον φόντο είναι σαν να αχνοφαίνονται οι σκηνές μιας τιτανομαχίας. Πράγματα που δεν ξέρουν συνήθως οι μανάδες και οι θυγατέρες, και που όταν εκείνα ξεπηδούν βίαια κι απρόσκλητα στη μεταξύ τους σχέση, τις πικραίνουν ως τη ρίζα τους και τις κάνουν να απορούν.
"Κάθε κόρη ενσαρκώνει την Σκιά της μάνας της", είπε ο Jung. Γι' αυτό και νιώθουν η μία για την άλλη πως συχνά τους χωρίζει μια άβυσσος. Γι' αυτό και η καθεμιά αποτελεί για την άλλη μέγα φόβο και τρόμο, μέγα αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού. "Απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο, κι απο ρόδο βγαίνει αγκάθι", όπως λέει, πάλι, η λαϊκή σοφία.
Αυτό το ζεύγος των αντιθέτων, που είναι παρόν και βασανιστικό σε κάθε σχέση μάνας και κόρης, εδώ τραβιέται πια στα άκρα:

η παρουσία και η απουσία,
η εγκατάλειψη και η υπερβολική φροντίδα (η "υπερπαρουσία")
η αδιαφορία και το πάθος
η αγάπη και ο φόβος.

Η αντιφατικότητα της Λυμπεράκη, αυτό το αμφιλεγόμενο που πήγαζε από τον πυρήνα της, υπήρξε πάντα ένα αγκάθι για την κόρη της. "Έφυγε με το θάνατό σου όλο αυτό το διφορούμενο που είχαμε στη σχέση μας", γράφει η Καραπάνου σε ένα γράμμα προς την - ήδη πεθαμένη- μάνα της. Τη μάνα την θέλουμε στη ζωή μας βράχο ακλόνητο, να μπορεί να μας στηρίζει σε κάθε αμφιβολία μας, σε κάθε φόβο που αναδύεται και απειλεί να μας καταπιεί. Η Λυμπεράκη, κάθε φορά που η κόρη της ήθελε να στηριχτεί πάνω της, έκανε πίσω και την άφηνε να πέσει στο κενό. 'Εβαζε τον δικό της τρόμο του κενού που την απειλούσε, πάνω από τον τρόμο του κενού που ήδη βιώνε η κόρη της. Δεν ήξερε πως και γιατί να γίνει στήριγμα για το παιδί της.

Οι δυό γυναίκες αγαπιούνται και φοβούνται ταυτόχρονα η μία την άλλη. Προσπαθούν να συνενώσουν τα αντίθετα (γιατί, το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, αλλά ο φόβος). Το αποτέλεσμα είναι τραυματικό. Ένα τραύμα που πονούσε ακόμα μέχρι το τέλος. 


Ποιός φταίει;

Καμμία απ' τις δυό.

Κι αυτό το κάνει ακόμα πιο τραγικό.
Μπορεί η απόδοση ευθυνών να είναι η εύκολη λύση, να πούμε "α, η κακιά η μάνα" και να ξεμπερδέψουμε. Μα κανείς δεν ξεμπερδεύει έτσι εύκολα απ' αυτά τα ερωτήματα. Αν ήταν έτσι, θα είχε ξεμπερδέψει νωρίς και η Καραπάνου μ' αυτή τη σκιά που σκοτείνιαζε τη ζωή της, και θα το είχε αφήσει εύκολα πίσω της. Γιατί, αν πάμε λίγο πιο βαθιά, θα δούμε πως δεν έχει ρηχό πάτο αυτό το πηγάδι. Ας πούμε ότι η μάνα ήταν κακιά. Ποιός έφταιγε που η μάνα έγινε έτσι; Η δικιά της "κακιά" μάνα; Και για εκείνην, ποιός να έφταιγε; Ξέρουμε ότι προέρχονταν από μια οικογένεια στην οποία σε κάθε γενιά οι άντρες εγκατέλειπαν τις γυναίκες, και οι γυναίκες με τη σειρά τους εγκατέλειπαν τα παιδιά τους και τα άφηναν παρακαταθήκη στη γιαγιά. Αλλά υπάρχουν κι άλλα, που δεν ξέρουμε εμείς οι απ' έξω, άλλα που βαραίνουν αποφασιστικά την ζυγαριά.
Κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται μέσα στο χρόνο ένα αόρατο νήμα τραγωδίας: μια κυκλική δομή που ολοένα σφίγγει σαν μέγγενη, μια κακόβουλη σπείρα, που έκανε τον Freud, μέγα εραστή του αρχαιοελληνικού πνεύματος, να μιλήσει για τον φαύλο κύκλο της επανάληψης.
Κάτι είχε ψυχανεμιστεί η Λυμπεράκη που ασχολιόταν με την αρχαία τραγωδία. Κάτι είχε ψυχανεμιστεί, που το πήγαινε ολοένα γύρω γύρω με τους μύθους και τις τελετουργίες και τις μητριαρχικές ανθρωποθυσίες... Μα δεν το πήγε πιο βαθιά. Έμεινε να αιωρείται εκεί, σαν ανολοκλήρωτο νήμα αράχνης. "Η μαμά, ως βασίλισσα του σπαραγμού και των αρχαίων τελετουργιών!", θα σχολιάσει η Καραπάνου για μια φωτογραφία της μητέρας της, συνειρμικά ίσως με το θεατρικό έργο της Λυμπεράκη, Ο Σπαραγμός. ("Ο Σπαραγμός,  Τα πάθη του Αστερίου, Μαγική τελετή της Νέας Γέννησης, Λειτουργία του Αιγαίου").
Κι όπως σημειώνεται για το  θεατρικό της Λυμπεράκη "Η Γυναίκα του Κανδαύλη",

Ο φόνος του Κανδαύλη δεν είναι ένα κοινό έγκλημα, είναι μια θυσία. Πεθαίνει αυτός για να ζήσουν η Βασίλισσα και ο Γύγης. Κάτι σαν τις αρχέγονες ανθρωποθυσίες, όπου για να διατηρηθεί η ισορροπία της ομάδας κάποιοι έπρεπε να φύγουν προκειμένου να υπάρξουν οι άλλοι. Νόμος της φύσης.
(Νίκος Χατζηπαπάς, σκηνοθέτης)

Συνήθως, στις περισσότερες περιπτώσεις, θυσιάζεται κατά κάποιο τρόπο η μάνα, για να υπάρξει η κόρη - κι αυτό το θεωρούμε θεμιτό και ποθούμενο, είναι ρόλος και καθήκον της μάνας έτσι όπως είναι εγγεγραμένο στην κοινωνία μας. Αλλά εδώ, ποιός έπρεπε να θυσιαστεί σ' αυτή την περίπτωση; Ποιός έπρεπε να φύγει, προκειμένου να υπάρξει ο άλλος; Η κόρη, για να υπάρξει η μάνα; Η μητρική ταυτότητα, για να υπάρξει η γυναίκα, η δημιουργός και η ερωμένη, αυτή που είναι ερωτευμένη μόνο με τον ίδιο τον έρωτα;

"Βέβαια, ανήκω στο ζώδιο του Ταύρου και η φύση μου φέρνει ευφορία. Όπως ο έρωτας. Πλησιάζουμε στο πρόβλημα και στην ερώτηση που μου έθεσες. Πολύ λεπτό και δύσκολο ν' απαντήσει κανείς. Πιστεύω ότι αγαπώ τον έρωτα περισσότερο... απ' τους ανθρώπους! (Φρικτό, δε βρίσκεις;) Μου αρέσει το αίνιγμα που τίθεται κάθε φορά - δεν είναι ατόφιος αισθησιασμός αυτό που λέω εδώ. Ξεπερνά και τις αισθήσεις και τους ίδιους τους ανθρώπους. Κι εμένα! Τέλος πάντων, δεν μπορώ να το εξηγήσω καθαρά. Είμαι ίσως, και μέχρις ενός ορισμένου σημείου, υπέρ του πλανωτικού έρωτα! Τρομερή παραδρομή, πλατωνικού ήθελα να πω"....

Αυτό το βιβλίο μου έφερε κάποιες στιγμές δάκρυα στα μάτια.
Γιατί και οι δύο γυναίκες υπήρξαν θύματα μιας τραγικής παρεξήγησης, ή ίσως και μιας ιστορίας που άρχισε να παίζεται χρόνια πριν υπάρξουν αυτές, ερήμην τους. Κανείς δεν τους έδειξε πώς να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.  Γι' αυτό και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν η μία την άλλη: η μία έτρεχε προς την άλλη, και η άλλη έφευγε μακριά. Δίψα για αγάπη, και φόβος της αγάπης.
Δεν τους έλειπε τίποτα άλλο: πνεύμα και ομορφιά και γοητεία, και λεφτά και έμπνευση και ταλέντο. Η ζωή τους προδιαγραφόταν υπέροχη, όριό τους ο ουρανός! Κι όμως, η έλλειψη αυτού, τα ανέτρεψε όλα. Ω ναι, ερωτεύτηκαν πολύ και τις ερωτεύτηκαν πολύ, αυτό είναι σίγουρο! Μα εγώ δεν μιλάω για έρωτα. Μιλάω για αγάπη - αυτό το κάτι που είναι αντίθετο στον φόβο, και που, σε πείσμα όλων των πεσιμιστών, είναι παντού και πάντοτε η θεραπεία των πάντων.
Είναι θέμα τύχης; Θέμα αναζήτησης; Θέμα απόφασης; Στ' αλήθεια, δεν ξέρω.


Σας εύχομαι πάντως να αγαπήσετε και να αγαπηθείτε, από αυτούς που αγαπάτε.
Καλό σας βράδυ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου