Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Νεραϊδονήσι

Είναι κάτι μέρη που σε κάνουν να πετάς. Κάτι άλλα, σε αποδιώχνουν.
Εδώ όμως, μονάχα ονειρεύεσαι.
Καμμιά φορά τα όνειρα είναι ασυνάρτητα, γιατί το νησί έχει ίσκιους.
Μές από την αχλύ που βαραίνει πάνω στη θάλασσα, βγαίνουν εικόνες σαν από άλλη πλάση. Από χώρους χωρίς χρόνο, απέραντους.
Στο μέρος αυτό σταματάνε τα ρολόγια, καμμιά φορά παραπατάς στη σκέψη.
Τα ζώα το νιώθουνε καλύτερα, όπως και οι παλιοί, που ξέρουν.
Καμμιά φορά σε δένει σαν αλυσίδα ασήκωτη, κι άλλες φορές σ'αφήνει ελεύθερο να φύγεις.
Μα πάντα ξαναγυρνάς.


Νεραϊδονήσι το'λεγαν οι αρχαίοι. Και τα νερά του, μίλαγαν.
Ξέρω μερικούς που δεν πλησιάζουν πολύ κοντά σε κάποιες βρύσες. Πολλούς, λένε, τους πήραν οι νεράϊδες. Αυτοί είναι οι άφαντοι, οι εξαφανισμένοι. Άλλοι τις έχουν δει και γλύτωσαν, όμως δε θέλουν να μιλούν. Σαν τη γυναίκα που'χε έρθει απ'το απέναντι νησί, για να ξεφύγει, να μην της πάρουν τη μιλιά, κι ήρθε στους προπαππούδες μου, να δουλέψει στα χωράφια τους για να ξεχάσει. Όμως κι εδώ τα νερά των πηγαδιών μιλούσαν, δε σ' άφηναν να κοιμηθείς τις νύχτες.




Άλλά αυτές είναι ιστορίες παλιές, που δεν πιστεύουν πια οι σημερινοί. Γι'αυτό, ας τις αφήσουμε.


Οι μόνες ώρες που σαν κάτι να ψυχανεμίζεται ο ανίδεος ταξιδιώτης, είναι όταν περνάει μες απ' τα δέντρα.




Γιατί τα δέντρα ειν' αερικά, που μέσα απ' τα κλαδιά τους περνάει ο αέρας και μιλάει.





Ίσως σταθεί να δει από την άκρη ενός γκρεμού




Και μείνει άλαλος.






Τα βήματά του ίσως τον βγάλουν και στην χαμένη παραλία, που μέχρι και το όνομά της δεν μου ταιριάζει να το πω. Θα τρόμαζε ο ταξιδιώτης αν το μάθαινε, κι ίσως καλύτερα να μην το ξέρει. Αν δεν το ξέρει, χαίρεται μόνο την ομορφιά...





Αλλά πάλι, ίσως να βγει σε ακρογιάλια άγρια.





Κι αν είναι τυχερός, να αγναντέψει το μελτέμι...




 

Ή ίσως πάλι, να χαθεί μέσα σε κάποιο άγνωστο ρουμάνι...





Και να διαβεί μονοπάτια και ξέφωτα, όπου κάθε ήχος σταματά. Που απομένει μόνο το φως, να τυλίγεται και να χορεύει μες στα φύλλα.





Ίσως κάτι να ψυχανεμιστεί, όταν βαραίνει ο αέρας και απλώνεται ομίχλη, και μέχρι και το χορτάρι στέκεται και προσμένει, ακίνητο.





Κι όταν ο ήλιος αρχίσει να γέρνει το απόγευμα




και η ομίχλη πάει να γείρει για ύπνο στα βουνά,





αν τύχει να περάσει και να δει από μακριά το Νησί των Μυστικών




ή τύχει και βγει στην ακροθαλασσιά, την ώρα που το κύμα αρχίζει να μιλάει παράξενα,






ίσως και να το νιώσει.


Μπορεί και να περάσει απ΄ την Καμάρα, εκεί που στήναν γλέντι τα στοιχειά...





Να φτάσει στα Σεντούκια. Εκεί, που γύρω τριγυρνάν τα πνεύματα των πειρατών.





Ή μπορεί να τύχει και να δει κάποιο φεγγάρι, από κείνα που παίρνουν τα μυαλά, και να νομίσει πως κάτι έπαθε.






Κι αν είναι απ' τους τυχερούς, και βγει στα ερημονήσια, μπορεί να να τον εύρει το ξημέρωμα στον όρμο τον Πλανήτη -

Πλανήτη για τους πλάνητες και τους πλανητεμένους



 

και να μην συνέρθει πια ποτέ.



Μα μη φοβάστε, φίλοι μου. Δεν είναι μόνο έτσι το νησί.
Θα πω και για την άλλη, την "καλή" πλευρά του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου