Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Ημερολόγια Καταστρώματος Ι

Φυλακισμένη, όπως πολλοί, ανάμεσα σε κομμάτια από μπετόν, αναπολώ τη θάλασσα.
Μπορεί να βλέπω ένα κομμάτι της απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μου, τη Σαλαμίνα απέναντι, τα επιβατηγά και τα τάνκερ να περνάνε από μακριά, αλλά αυτό δε με γεμίζει. Μπορεί να βλέπω τα φώτα τους το βράδυ - φωτισμένα καράβια τη νύχτα, ένα θέαμα που με κάνει πάντα ευτυχισμένη- και να τους εύχομαι καλό ταξίδι από μέσα μου, αλλά αυτό δεν με παρηγορεί. Ίσα ίσα, εντείνει την ανησυχία. Όταν με πιάνει αυτή η μανία, με το που φυσάει ο άνεμος, να φουσκώσω κι εγώ σαν το πανί και να φύγω...

Κι αυτές τις μέρες, λαχταράω τη θάλασσα. Με τις πολλές μορφές της. Και φέρνω στη μνήμη κάποια ταξίδια πάνω στο νερό, ταξίδια για να βρω το νερό.

Νοέμβρης μήνας, αυτός που μας πέρασε. Κακοκαιρία, ό,τι άρχιζε να κατεβαίνει ο χειμώνας από τα ψηλά, κι αποφασίζω μόνη μου να φύγω για την Νάπολη. Δρομολόγιο Πάτρα - Μπάρι. Να περάσω την Αδριατική. Γιατί όπως λένε κι οι θαλασσινοί, "πρέπει να περάσεις θάλασσα για να λυθούν τα μάγια".




Πάτρα. Λιμάνι.

Και φτάνω στο λιμάνι της Πάτρας. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων.
Πέφτει ο ήλιος και η πόλη ετοιμάζεται για την γιορτή του πολιούχου, του Αγίου Ανδρέα. Οι καμπάνες που χτυπάνε από την μητρόπολη είναι ο ήχος που θυμάμαι να με συντροφεύει καθώς ανεβαίνω στο πλοίο.

Η καλύτερή μου στιγμή, είναι όταν περνάω την μπουκαπόρτα. Αυτή η εικόνα με τα σκοινιά και τη μυρωδιά του γράσσου, εκεί στις άκρες της σκάλας, είναι για μένα η αρχή του ταξιδιού. 
Εδώ δεν είχε όμως σκοινιά και γράσσα, το καράβι ήταν γυαλισμένο στην εντέλεια, ντρεπόσουν σχεδόν να πατήσεις. Αφού τακτοποιήθηκα και βρήκα την καμπίνα μου, έψαξα για κατάστρωμα. Αλλά τα έχουν κάνει έτσι τα σημερινά πλοία, που μόνο ανοιχτό κατάστρωμα δεν έχουν. Ψάξε - ψάξε, στο τέλος ανέβηκα μέχρι το τελευταίο σημείο, το helideck, το κατάστρωμα προσγείωσης των ελικοπτέρων - το μόνο σημείο που μου έκανε.



Το helideck του πλοίου.

Εκεί έκατσα για ώρα, καπνίζοντας. Ναυτικοί με ένα ευγενικό χαμόγελο στα χείλη, μου έμαθαν να ανοίγω την πόρτα με το έμβολο. Μερικοί ναυτικοί είναι ωραίοι άνθρωποι, πιο ωραίοι από τους υπόλοιπους.
Το πλοίο ήταν cargo, για εμπορεύματα. Οι οδηγοί των φορτηγών είχαν τις καλύτερες καμπίνες, τις εξωτερικές. Αυτό είναι και το δίκαιο, εμείς μια χούφτα άνθρωποι που πηγαίναμε για Νάπολη ήμασταν οι "ξέμπαρκοι". Αλλά αυτά είναι και τα καλύτερα ταξίδια.




Έξω από το λιμάνι της Πάτρας.

Η ώρα που σφυρίζει το φουγάρο είναι η αγαπημένη μου. Κι όταν ακούω το θόρυβο της αλυσίδας, βίρα τις άγκυρες,  λέω, εδώ είμαστε. Πάμε. Ξεκινάμε.
Άσε τους άλλους να μένουν πίσω, στο λιμάνι. Εμείς φεύγουμε. Φεύγουμε!

.........

Για την ίδια την Νάπολη δε θα πω, γιατί σήμερα θέλω θάλασσα. Αν την αναπολήσω κι αυτήν, ίσως μιλήσω και για εκεί. Όλα να τα περιμένει κανείς. Το μόνο που θα θυμηθώ εδώ, είναι ένα βράδυ κάτω από τη σκιά του Βεζούβιου, σε ένα μυθικό ακρωτήριο στον κόλπο της Νάπολης...





Posilipo, Napoli. Στο βάθος, ο Βεζούβιος.


Ακρωτήριο Posilipo. Το Παυσίλυπον των αρχαίων. Το είχαν ονομάσει έτσι για την μυθική του ομορφιά, κι έλεγαν ότι εκεί σταματάει κάθε λύπη. Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά εκείνη τη βραδιά ο νυχτερινός αέρας, γεμάτος ευωδιές, έφερνε από μακριά γέλια και φωνές ζευγαριών στα ναπολιτάνικα, και μες στη μέση του Νοέμβρη για μια στιγμή νόμισα πως ήταν άνοιξη.

Θα πω όμως για τον γυρισμό, Μπάρι - Πάτρα. Γιατί μου θύμισε τα πραγματικά ταξίδια, την εποχή πριν τα επιβατηγά πλοία να καταλήξουν κονσέρβες ανθρώπων. Τότε που ανεβαίναμε σε πλοία - παντόφλες και τρώγαμε το κύμα ίσα με να φχαριστηθεί η ψυχή μας.
Το ιταλικό δελτίο μιλούσε για πιθανό απαγορευτικό, και θυμήθηκα πόσες φορές είχα ταξιδέψει εν μέσω απαγορευτικού - με τρελούς Ικαριώτες καπετάνιους που κάνανε τους λιμενικούς να τρώνε τα καπέλα τους, με πλοία να μετατοπίζεται το φορτίο καταμεσίς στο Αιγαίο και να γυρίζουν πίσω, με πλοία να πέφτουν πάνω στις προβλήτες. Και γέλασα.

Γέλαγαν και οι υπόλοιποι στην αρχή στο πλοίο, το κούνημα είχε την πλάκα του - αλλά μετά τα μεσάνυχτα, δεν γέλαγε κανείς. Τα γκαρσόνια έριχναν τους δίσκους και κανείς δεν μπορούσε να περπατήσει χωρίς να χτυπήσει σε χίλιες μεριές. Ήξερα πως το βράδυ μανιάζει ο αέρας, και ό,τι έχει γαληνέψει το απόγευμα, το βράδυ τα φέρνει όλα πίσω - τόσα κι άλλα τόσα.
Τα 10 μποφόρ μας χτύπησαν καταμεσίς στην Αδριατική. Κανένα μέρος για απάγκιο πουθενά, θάλασσα μανιασμένη, όσο έφτανε το μάτι και το μυαλό. Σαν να ήταν το θεόρατο cargo ένα καϊκι που' πεσε αναπάντεχα μέσα σε σπηλιάδα. Ήταν λες και είχε κατέβει ένα θεϊκό χέρι από τον ουρανό και χτύπαγε το πλοίο αλύπητα. Να μας παίρνει και να μας σηκώνει - να μια φορά που αυτή η έκφραση ίσχυε στην κυριολεξία. Δεν ήξερα τι να πρωτοκάνω, να τρομάξω ή να απορήσω. Άλαλη. Εγώ, που ποτέ δε φοβήθηκα τη θάλασσα, που στην μεγαλύτερη φουρτούνα ανέβαινα τελευταίο κατάστρωμα και "επόπτευα" το χαμό από κάτω. Εδώ στο Superfast, κοιτούσα γύρω μου και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν από πού θα κρατηθώ για να κάνω το επόμενο βήμα.

Τα φορτηγά πήγαιναν πέρα - δώθε, κόντευαν να σπάσουν τα σκοινιά, κόντευαν να σπάσουν και οι δέστρες. Αυτή την εντύπωση μου έδιναν, όπως τα έβλεπα από την κουπαστή με τον αέρα να με μαστιγώνει, αν και ήξερα ότι είναι γερά δεμένα. Ναπολιτάνοι φορτηγατζήδες που θα φοβόσουν άλλη ώρα να στυλώσεις το βλέμμα σου πάνω τους, κρατιόντουσαν από τις κολώνες και προσεύχονταν σιγανά, "Madonna Mia", έβγαζαν σταυρουδάκια από το στήθος τους και τα φιλούσαν. Εγώ τι να φιλήσω? Δεν είχα τίποτα. Και σκέφτηκα ξαφνικά μία λέξη, "ξυλάρμενο", που τη λέμε στο νησί. "Απόμεινα ξυλάρμενος" , λέμε όταν μας χτυπήσει μία καταστροφή. Σαν το ακυβέρνητο σκαρί, που μετά το τέλος της θεομηνίας, μένουν μόνο κομμάτια του, να τα παίρνει το κύμα.

Βγήκα στο κατάστρωμα, κι ένας Θεός ξέρει πώς τα κατάφερα. Στη γωνία για να στρίψω, έσκυψα τόσο που έπεσα σχεδόν στα γόνατα - αλλιώς ο αέρας θα μ' έριχνε στη θάλασσα. Και είδα ένα θέαμα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου: θάλασσα μαύρη μανιασμένη, κύματα θεόρατα που πήγαιναν προς όλες τις κατευθύνσεις, ένα μαύρο χάος, κι από πάνω το φεγγάρι να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα, μανιασμένο κι αυτό. "Πες μου, γιατί θύμωσες;" το ρώτησα. Αλλά δε μου απαντούσε.
 Ήταν μία άγρια, απόλυτη εικόνα, που σε χτύπαγε κατάστηθα. Και ταυτόχρονα, δεν μπορούσες να μην υποκλιθείς στην ομορφιά της. Ο αέρας να ουρλιάζει με έναν ήχο που δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου, να μου φέρνει νερό κι αλάτι μες στα μάτια, μίλαγε και έλεγε - δεν ξέρω τι έλεγε, αλλά ήταν σαν να μου σφύριζε στ' αυτί, "Εγώ, εγώ είμαι η Τρικυμία". Κι όχι όλες οι άλλες που είχα ζήσει.
Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Το φως του φεγγαριού να αντανακλά πάνω σε θεόρατα κύματα, και να νομίζεις ότι κάποιο απ'όλα αυτά, θα ήταν και το τελειωτικό.

Δεν είχε πια νόημα να φοβηθείς. Ήξερες ότι κάποια στιγμή θα πας άπατος. Στις 4 τα ξημερώματα, κι αφού είχα πέσει έξι - εφτά φορές από την κουκέτα μου, τα έβαλα με τον Μεγαλοδύναμο: " Άκου, αν θες να μας σώσεις, σώσε μας. Αν θες να μας βουλιάξεις, κάντο. Αποφάσισε, μόνο σταμάτα το αυτό, να κοιμηθούμε και λίγο!" Και κράτησα το μαξιλάρι μου να μην πετάξει μες στον ύπνο, και έκλεισα τα μάτια. Ήμουν τόσο κουρασμένη, που και να μας φώναζαν στο κατάστρωμα, θα προτιμούσα να κοιμηθώ...

Το πρωί ξύπνησα, μην ξέροντας πού είμαι. Από την τόση ανεμοζάλη, το κεφάλι μου είχε καμπανιάσει. Άνοιξα τα μάτια, και κατάλαβα ότι το κύμα μετριάστηκε. Είχαμε μπει στο Ιόνιο από ώρα, μας είχε λυπηθεί ο Θεός. Οι ναυτικοί χαμογελούσαν πάλι - όλη τη νύχτα οι ασύρματοι δεν είχαν σταματήσει. Ποιός ξέρει τι τράβηξαν κι αυτοί.
Βγήκα στο κατάστρωμα. Τι ήλιος ήταν αυτός! Χριστέ μου, τι ομορφιά. Παντού φως. Φως. Ζέσταινε και διέλυε τα πάντα, ξεχάστηκαν οι φόβοι που έλυναν τα γόνατα την περασμένη νύχτα. Σαν να μην είχε γίνει ποτέ τίποτα...




Κατάστρωμα. Μία στιγμή απόλυτης ευτυχίας.


Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
τώρα που μας ξημέρωσε είσαι γλυκοφιλούσα


Εκείνη τη νύχτα κάτι έγινε. Δεν ξέρω τι, δεν το έχω αναλύσει. Ίσως όταν βρίσκεσαι ξυστά στον κίνδυνο, αυτή η εμπειρία να σε μεταμορφώνει. Μπορεί να έγινε κάτι υπόγειο μέσα μου, που δεν το βλέπω. Αλλά για μένα ίσως ήταν και συμβολικό. Γιατί έκανα αυτό το ταξίδι για να πάω κόντρα σε πολλά, σε πολλούς, ίσως και σε μένα την ίδια. Για να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου. Το αν βγήκα νικήτρια ή όχι, δεν το ξέρω. Ήταν ένα είδος πρώτης μάχης, ήξερα ότι κι άλλες πολλές θα ακολουθήσουν. Αλλά είναι μεγάλη υπόθεση να μένεις με τη γεύση της τρικυμίας στα χείλη. Αυτό και μόνο. Ή, έστω μόνο αυτό...


Με το που έφτανα Αθήνα, τηλέφωνο - οι δικοί μου. "Πώς ήταν το ταξίδι;" "Καλό, όλα καλά". "Βρε, πώς ήταν το ταξίδι;" (μπα σε καλό τους, σκέφτηκα, γιατί επιμένουν). "Μια χαρά". Πήρε ο πατέρας μου το τηλέφωνο, βαρύς, ήταν σαν να έβλεπα το συννεφάκι να μαζεύεται πάνω από το κεφάλι του, νεφεληγερέτης. "Άστα αυτά και λέγε". "Τι να σας πώ;" "Τι να μας πεις, ε; Ότι θαλασσοπνίγεσαι! Νομίζεις ότι δε θα το μαθαίναμε;" Τι ραντάρ είναι αυτά, σκέφτηκα, καλύτερα κι από του πλοίου. "Ήρθε σήμερα στο εργοστάσιο νταλίκα από το Μπάρι, μετέφερε εμβόλια. Ο οδηγός βγήκε σαν το λεμόνι έξω. Πάρτε τα, πάρτε τα, ξεφορτώστε να φύγω, φώναζε. Τα χάσαμε. Ξεφορτώστε, πήγα να πνιγώ χτες βράδυ, οδηγάω αϋπνος, λυπηθείτε με, να φύγω, να πάω να κοιμηθώ! Στο δρομολόγιο το δικό σου ήταν, κυρία μου."
Γέλια και κακό. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, τελικά.

............

Βρε τι θυμήθηκα απόψε.

Θα επιστρέψω και μ' άλλα.
Με την θάλασσα δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα.









2 σχόλια:

Antianemikos είπε...

Καταπληκτική η περιγραφή σου αγαπητή φίλη! Έτσι μου αρέσουν και μένα τα ταξίδια... Μοναχικά και περιπετειώδη... Και ξέρεις κάτι; Πιστεύω πως κάθε τέτοιο ταξίδι είναι και ένα ταξίδι μέσα μας πάνω απ' όλα!
Καλά να περνάς και πάντα να ταξιδεύεις!

Αchernar είπε...

Σ' ευχαριστώ φίλε μου για τα καλά σου λόγια...
Όντως, κάτι τέτοια ταξίδια μοναχικά μας σημαδεύουν λίγο παραπάνω...γιατί συμβαίνει αυτό που λες, ταυτόχρονα ταξιδεύουμε εντός μας.
Ανταποδίδω την ευχή!

Δημοσίευση σχολίου