Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Πού μπορεί να οδηγήσει μία φράση

Σκόρπιες σκέψεις και παραλληλισμοί

μεταξύ μαθηματικών, φυσικής, ψυχολογίας και Θεού




(Προσοχή: ακολουθεί άκρως μπερδευτικό κείμενο!)



Yπάρχουν πολλά πράγματα που με κάνουν να αναρωτιέμαι σ’ αυτή τη ζωή, στο έτσι, μόνη μου, και που σπανίως έχω την τύχη να μοιράζομαι με άλλους. Πολλές φορές διαβάζω πράγματα και σκοντάφτω πάνω τους, αρχίζοντας τις σκέψεις και, αν έχω όρεξη, τις διασυνδέσεις, μπλέκοντας τα πάντα όλα μεταξύ τους.

Πρόσφατα σκόνταψα πάνω σε μία σελίδα ενός βιβλίου, του «Αγάπη και Προδοσία» του Aldo Carotenuto, η οποία υπήρξε η αφορμή για όλο αυτό το μπερδεψουάρ κατεβατό που ακολουθεί. Ξέρω, ο τίτλος του βιβλίου θυμίζει έντονα σειρές των Modern Times, απ’ αυτές που παραπέμπουν σε «γυναικουλίστικα» βιβλία για πονεμένες καρδιές, που διαβάζονται απαραιτήτως με συνοδεία χαρτομάντηλων. Όχι – είναι ένα δυσκολοχώνευτο βιβλίο, με απόψεις περί ανθρωπίνων σχέσεων, θρησκείας, σχέσης με τον εαυτό μας, με την ιδέα που έχουν οι άλλοι για μας, με την οικογένεια, την φιλία, τον θάνατο, και πολλά άλλα. Σχεδόν με όλα όσα έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ζωή, με λίγα λόγια. Δυσκολοχώνευτο, επειδή μερικές απόψεις του είναι σχεδόν «αιρετικές», και θέλει ανάγνωση με γερή υπομονή και χωρίς κριτική – αλλιώς είναι εύκολο για κάποιον να πετάξει το βιβλίο στον αέρα συγχυσμένος και να σηκωθεί να φύγει.

Το βιβλίο πραγματεύεται την έννοια της προδοσίας, σε πολλές μορφές της. Προδοσία από τους αγαπημένους, τους φίλους, τους γονείς, προδοσία από την ζωή – όταν δεν μας φέρνει αυτά που νομίζουμε ότι δικαιούμαστε, από την υγεία μας όταν μας προδίδει το ίδιο μας το σώμα, προδοσία μέχρι κι από την θρησκεία, για όσους πιστεύουν - όταν φτάνουμε σε οριακές στιγμές της ζωής μας, που αναρωτιόμαστε αν μας έχει εγκαταλείψει μέχρι και ο ίδιος ο Θεός. Κάθε μορφή προδοσίας, πέρα από τον πόνο που μας προκαλεί, έχει κάτι να μας διδάξει: πρόκειται για ένα πολύ οδυνηρό μάθημα, ωστόσο μάθημα. Που στο χέρι μας εναπόκειται να το αποκρυπτογραφήσουμε και να το κατανοήσουμε, αντί να βυθιστούμε μόνο μέσα σε ένα πένθος κι έναν πόνο βουβό και ανερμήνευτο για ό,τι μας συνέβη.

Δεν συνιστώ την ανάγνωσή του, δεν κάνω διαφήμιση, απλά ξέρω ότι όλοι μας, σε κάποια φάση της ζωής μας, έχουμε κάνει έστω και μία σκέψη από αυτές που αναφέρει μέσα.

Μία πρόταση λοιπόν που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, ήταν η εξής:

«Η προδοσία όχι μόνο είναι μονίμως παρούσα στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής μας – σε έναν κυρίαρχο, αν όχι πρώτο ρόλο- , αλλά μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, όπως εκφράστηκε στο βιβλίο της Γένεσης, η ανθρώπινη ύπαρξη στον κόσμο είναι άμεσο αποτέλεσμα της προδοσίας. Η προδοσία, όπως περιγράφηκε στην Γένεση, ήταν αναπόφευκτη και ολοκληρωτική, γιατί μόνο έτσι, με την ρήξη της αρχικής συμφωνίας με τον Θεό, τα ανθρώπινα όντα – η φυσική κατάσταση των οποίων δεν ήταν ζωή, αλλά μη συνειδητότητα και αδιαφοροποίηση – γίνονται πρωταγωνιστές».


Το προπατορικό αμάρτημα δηλαδή, όσο πόνο κι αν προκάλεσε στον άνθρωπο, στοιχίζοντάς του τον Παράδεισο, αποτέλεσε την αρχή για να ξεκινήσει να ξετυλίγεται η ανθρώπινη ιστορία: αυτός ο αγώνας, που σε άλλα σημεία του είναι θαυμαστός, και σε άλλα καταστροφικός. Με την πτώση του στη γη, ο άνθρωπος άρχισε να αποδεσμεύει το τεράστιο δυναμικό του, το ικανό τόσο για το ανώτατο καλό, όσο και για το ανώτατο κακό. Η πάλη ανάμεσα σε αυτά τα δύο, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα του ανθρώπου, και η έκβασή της θα προδιαγράψει την μοίρα του.

Δεν στάθηκα όμως τόσο εκεί, γιατί το βιβλίο στη συνέχειά του έχει να πει αρκετά επί αυτού. Η δική μου σκέψη ξεγλύστρησε ξαφνικά, και πήγε τελείως αλλού: στην λέξη «ρήξη».
Μία λέξη μπορεί να μας οδηγήσει σε διάφορους συνειρμούς, και σε μένα ο πρώτος συνειρμός που ήρθε, ήταν η «ρήξη της συμμετρίας».

Η πλήρης συμμετρία, πέρα από τελειότητα, σημαίνει, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ακινησία και στασιμότητα, όπου τα πάντα έχουν οριστεί. Δίνει, με άλλα λόγια, τον τέλειο ορισμό της μη – διαφοροποίησης. Μία κατάσταση πλήρους συγχώνευσης, την αρμονία των αντιθέτων που πρέσβευε ο Ηράκλειτος. Σε ένα παράλληλο επίπεδο, μπορεί να συμβολίσει την μακαριότητα των Ολύμπιων θεών, το σύμβολο του Ταό, τη νιρβάνα των Βουδιστών και τον Παράδεισο των Χριστιανών, για να αναφερθώ μόνο σε λίγα.

Ωστόσο, η τέλεια αρμονία, το αλάνθαστο, ανήκει στην σφαίρα του Θεού, και όχι του ανθρώπου. Αυτό είναι γνωστό στους μύστες της κάθε θρησκείας, μέχρι σήμερα. «Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους», ενώ η κατάκτηση του Τέλειου, που είναι ο συνεχής μας αγώνας, επέρχεται μόνο αν ξεπεράσουμε το ανθρώπινο επίπεδο και έρθουμε σε επαφή με το θεϊκό. Όσο βρισκόμαστε στην επικράτεια του ανθρώπινου, ξέρουμε ότι το τέλειο δεν θα κατακτηθεί ποτέ, παρά μόνο θα προσεγγιστεί. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι κινέζοι, που είχαν μία σχεδόν έμφυτη ανάγκη για συμμετρία, όταν κατασκεύαζαν τέλειους ναούς, έπειτα τους προσέδιδαν κι από μία κακοτεχνία, επίτηδες, για να μην διαπράξουν «ύβρι». Για να μην υπάρχει τίποτε πάνω στη γη που να περιέχει μέσα του την απόλυτη συμμετρία.

Η ρήξη της συμμετρίας σηματοδοτεί πάντοτε μία αρχή.
Αυτό ήταν ένα μεγάλο μάθημα που μας έδωσε η φυσική, το οποίο αντιστοιχεί βεβαίως και στην καθημερινή ζωή. Κάθε φορά, μία ρήξη μας ανοίγει έναν δρόμο – εύκολο ή δύσβατο. Ξεκινώντας λοιπόν από την σκέψη του ότι η ρήξη του ανθρώπου με τον Θεό οδήγησε στην πτώση και την απαρχή της ιστορίας, οδηγήθηκα στην σκέψη ότι και η ίδια η εμφάνιση της ζωής, της ίδιας της ζωής σαν φαινόμενο, ήταν η απόρροια μιας ρήξης συμμετρίας. Όπως και το ίδιο το Big Bang, αν ασπαστούμε την θεωρία του. (Δεν την έχω κάνει εγώ φυσικά αυτή τη σκέψη πρώτη – αν την είχα κάνει, θα ήμουν αγκαλιά με ένα Νόμπελ, κι όχι εδώ να γράφω ό,τι μου κατεβαίνει).

Η κατάσταση πριν από το Big Bang, μας δημιουργεί πολλές απορίες. Τι υπήρχε πριν από αυτό; Υπήρχε χρόνος; Χώρος; Άλλοι λένε όχι, άλλοι λένε πως δεν γνωρίζουμε. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως η κατάσταση πριν από το Big Bang ήταν μία κατάσταση συμμετρίας, μη – διαφοροποιημένη, όπου, σύμφωνα με την ομώνυμη θεωρία, εμπεριείχε το σπόρο των μελλούμενων, σε εν δυνάμει κατάσταση. Κάτι που αντιστοιχεί στο γνωστό σε όλους «Εν αρχή ην το Χάος». Όλο αυτό το σύστημα δεχόταν διακυμάνσεις άγνωστης σε εμάς φύσης, ώσπου σε κάποια στιγμή, μία διακύμανση ξεπέρασε ένα όριο (το bottleneck όπως θα οριζόταν στην κβαντική), και έφτασε να γίνει μία σημειακή ανωμαλία (singularity), οδηγώντας στην έκρηξη. Βλέπουμε εδώ πως η γλώσσα των μαθηματικών, και ειδικά των χαοτικών μαθηματικών, είναι σε αγαστή συμφωνία με αυτό το «Εν αρχή ην το Χάος», το οποίο περιέχεται μέσα στους μύθους πολλών κοσμογονιών.

Ωραία, θα πει κάποιος, έστω ότι όλο αυτό συνέβη. Γιατί λοιπόν οι επιστήμονες να κόπτονται τόσο πολύ να γυρίσουν τον χρόνο προς τα πίσω, για να φτάσουν σε αυτή τη στιγμή του Big Bang; Και ελπίζοντας ίσως, κρυφά και διακαώς, να φτάσουν στο τι συνέβη και πριν από αυτό; Η επικρατούσα άποψη είναι πως, είτε δώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα το CERN, είτε όχι, θα έχουμε αποκτήσει στο δρόμο μας ως εκεί μία τεχνογνωσία που θα μας χρησιμεύσει σε πολλά, άρα όλο αυτό δεν γίνεται άσκοπα. Όμως εγώ θα γίνω στο σημείο αυτό αιρετική, και θα πω πως δεν είναι μόνο αυτό. Πιστεύω, όπως πολλοί, πως το κύριο κίνητρο εδώ είναι μία βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου. Που ξεπερνάει την δίψα για μάθηση (που στον άνθρωπο είναι τεράστια, έτσι κι αλλιώς), και έχει τις ρίζες του σε κάτι πιο αρχέγονο, σε κάτι που κατοικεί, έστω και κοιμισμένο, στον πυρήνα του ανθρώπου. Είναι η επιθυμία αναπαράστασης της γέννησης του σύμπαντος (και κατ΄ επέκτασιν, όλων μας), και η σύνδεση – ή η επιστροφή - με αυτό που υπήρχε και πριν από αυτό. Τι είναι αυτό που μας κυοφορούσε όλους, κάθε κόκκο άμμου, κάθε καρδιά, κάθε διαδικασία πυρηνοσύνθεσης, κάθε άτομο στο σύμπαν; Αυτό θέλουν να βρουν – την Απαρχή των Πάντων, την Μητέρα ή τον Πατέρα των Πάντων. Η διαδικασία αυτής της αναζήτησης θα μπορούσε λοιπόν να παραλληλιστεί μέχρι και με την αναζήτηση του Θεού. Σε αυτό το σημείο, επιστήμη, Θεός και ψυχολογία μπορεί και να τέμνονται: ίσως δεν είναι τυχαίο που ολόκληρο το σχήμα του CERN, αλλά και τα επιμέρους κομμάτια του, σχηματίζουν μία mandala.









Στο ίδιο πεδίο αναζήτησης, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα παραπάνω, ανήκει και η ενοποίηση των δυνάμεων, το Ιερό Δισκοπότηρο της σύγχρονης φυσικής – το εώς σήμερα ανεκπλήρωτο και απωθημένο. Εκατοντάδες εκατοντάδων ανθρώπων είναι αφοσιωμένοι σ’ αυτόν τον σκοπό, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Θέλουν, γυρίζοντας τον χρόνο προς τα πίσω, να αναγάγουν τα πάντα σε ένα σημείο: εκείνο από το οποίο εκπορεύονται όλες οι δυνάμεις.
Κάνοντας άλλον ένα συνειρμό εδώ, δεν μπορώ να μην θυμηθώ τον (τόσο αμφιλεγόμενο για τις δύο Εκκλησίες) στίχο από το Σύμβολο της Πίστεως:

«Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν,
τo εκ του Πατρός εκπορευόμενον»

Μία πηγή (στον παραπάνω στίχο ο Πατέρας), και μία μορφή δύναμης (Πνεύμα).
Είναι αυτό δυνατόν, στο πεδίο της φυσικής; Μπορεί να ισχύει; Η ενέργεια που διαπερνά όλο το σύμπαν, μπορεί να έχει τελικά μία μόνο ουσία (κι ας εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές); Σαν σκέψη φαίνεται λογικό, ειδικά από τη στιγμή που έχουν ενοποιηθεί όλες οι άλλες δυνάμεις εκτός από την βαρύτητα. Και, καθώς η επικρατούσα θεωρία μας λέει ότι η πρώτη δύναμη που διαχωρίστηκε από το Big Bang και μετά, ήταν η βαρύτητα, λογικά περιμένουμε ότι αυτή θα είναι και η τελευταία που θα ενοποιηθεί, αν γυρίσουμε προς τα πίσω μέσω του πειράματος.
Αν όμως αυτός ο συλλογισμός δεν ισχύει; Αν, όλο αυτό το οικοδόμημα θέλουμε να το κατασκευάσουμε μόνο και μόνο επειδή ο εγκέφαλός μας θέλει να τα αναγάγει όλα σε απλούστερες μορφές, μόνο και μόνο επειδή είναι «προγραμματισμένος» να ενοποιεί ή να διχάζει; Η δυτική νοοτροπία, η νοοτροπία των περισσοτέρων από εμάς, παρά την ανάπτυξη της φιλοσοφίας και την πρόοδο της επιστήμης, παρά τα όσα θέλουμε να λέμε, δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά με την διαλεκτική. Τα καταφέρνει πιο καλά με την έννοια «άσπρο – μαύρο», και τα χάνει όταν πέσει μέσα σε ζώνες του «γκρι». Μας ενοχλεί πολύ λοιπόν που η βαρύτητα ακόμα δεν παραδίδεται, που κρατάει το κλειδί της και δεν ενοποιείται ακόμα μαζί με τις άλλες δυνάμεις. Θα μας ενοχλούσε πολύ να ανακαλύψουμε ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί η ενοποίηση, ότι η ενέργεια μπορεί να έχει όχι μόνο πάνω από μία πηγή, αλλά και διαφορετικές ουσίες, ότι δεν είναι όλα Ένα. Ή ότι, μπορεί να ήταν κάποτε έτσι, να υπήρχε αυτό ως πιθανότητα, αλλά δεν θα βρούμε ποτέ τον δρόμο προς τα εκεί, ότι δεν μας μέλλεται να μάθουμε.

Δεν θέλω να παρεξηγηθώ εδώ και να φανεί ότι δεν στηρίζω αυτό το εγχείρημα – το αντίθετο. Παρόλο που ανασκαλεύει το απώτατο παρελθόν μας, αποτελεί ταυτόχρονα ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Αυτό που λέω είναι ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα, κι ότι είναι ένα στοίχημα κι αυτό, σαν άλλα πολλά. Και αυτό μας οδηγεί σε μία άλλη, μεγάλη αμφιβολία.

Ο άνθρωπος τελικά, είναι καταδικασμένος να μην ξεφύγει ποτέ από τα όρια του εγκεφάλου του, ή κάπου θα υπάρχει το κλειδί για να κάνει την υπέρβαση; Η επιστήμη που κατασκευάζει, είναι απόρροια των προβολών του, ή είναι όντως μια αρκετά καλή περιγραφή της πραγματικότητας, ως έχει;
«Και τα πειράματα;» θα αντιτάξει κάποιος. Ναι, δε λέω - μα κάποιοι λένε πως βλέπουμε μόνο ό,τι θέλουμε να δούμε, ενώ την ίδια στιγμή η φύση βγάζει λάθρα μερικά στοιχεία της από την πίσω πόρτα. Ο Ηράκλειτος μας έβαλε κάποτε μεγάλη φωτιά, όταν είπε το περίφημο «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» (η φύση αγαπάει να κρύβεται). Μπορούν να σας το επιβεβαιώσουν γενεές επί γενεών πειραματιστών, που αναγκάστηκαν να ξανασχεδιάσουν τα πειράματά τους, μπορεί να σας το επιβεβαιώσει κάθε ερευνητής που χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο του εργαστηρίου του, όταν το standard deviation των αποτελεσμάτων του ανεβαίνει στα ύψη. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Σχολή της Κοπεγχάγης έβαλε κάποτε δυναμίτη μεγατόνων σε γερά θεμέλια, όταν δήλωσε ότι «Λυπούμαστε πολύ, αλλά το φαινόμενο προς παρατήρηση, αλληλεπιδρά με τον παρατηρητή». Πολύς κόσμος «αρρώστησε» μετά απ’ αυτό, με πρώτο και καλύτερο τον Einstein – και το τελικό χτύπημα ήταν η διάψευση των ανισοτήτων Bell.

Κι εδώ, θα ξαναγίνω αιρετική.
Η κβαντομηχανική, παρά τα πυρά που έχει δεχθεί, πιστεύω πως έχει ένα γερό οπλοστάσιο κρυμμένο βαθιά μες στην καρδιά της, έναν ακαταπόνητο «πυρηνικό αντιδραστήρα» που παράγει και παράγει: αποτελεί μία «ανοικτή» θεωρία. Αυτό που άλλοι θεωρούν ως μία απαράδεκτη αδυναμία, ίσως είναι κι αυτό που της δίνει τόση δύναμη. Ίσως επειδή είναι ανοιχτή, μπόρεσε να αγκαλιάσει το απρόβλεπτο, το απίθανο, το μη – συμμορφούμενο, να εξηγήσει τόσο τον κανόνα, όσο και την εξαίρεση. Γι’ αυτό και αποτελεί μία επιστήμη με διαλεκτικό πυρήνα, μία επιστήμη που μπορεί να εξηγήσει κάποια από τα της ζωής. Μόνο μέσα σε τέτοια πλαίσια ελευθεριότητας, σχεδόν αναρχίας θα λέγαμε, θα μπορούσε να εξηγηθεί ένα τέτοιο ανατρεπτικό φαινόμενο όπως η ζωή. Η οποία είναι όπως είπαμε μία ρήξη συμμετρίας – και την θεμελιώδη σημασία της ρήξης των συμμετριών, την συνέλαβε η κβαντική. Εκεί που για αιώνες επί αιώνων εκθειαζόταν η συμμετρία per se, η κβαντική εκθείασε την ρήξη της: «Υπάρχουμε, χάρη σε άπειρες ρήξεις συμμετρίας, σε ρήξεις που άρχισαν από το Big Bang και συνεχίζονται εις το διηνεκές». Breaking after breaking, αποχωρισμός επί αποχωρισμού. Και έτσι, σε ένα παράλληλο επίπεδο, για να ξαναγυρίσουμε στην αρχή του κειμένου, προδοσία επί προδοσίας, εις τους αιώνας των αιώνων (καθότι, σύμφωνα με το εν λόγω βιβλίο, κάθε απο - χωρισμός συνιστά και ένα είδος προδοσίας).

Ακόμα και ο στίχος

«Και εγένετο Φως»

είναι μία «προδοσία», μία ρήξη: η απελευθέρωση των φωτονίων από την ύλη, που μπόρεσε και κατέστησε το σύμπαν παρατηρήσιμο (σε έναν υποθετικό παρατηρητή). Ίσως γι’ αυτό το Φως έχει την σημασία της συνειδητότητας σε τόσους πολιτισμούς, γι’ αυτό λέμε «φωτίστηκα» όταν επιτέλους κατανοούμε. Η πρώτη σαφής ένδειξη διαχωρισμού από το αδιαφοροποίητο, ίσως καταγράφηκε στα κύτταρά μας και επέζησε, κουβαλώντας αυτή την προαιώνια, ιλιγγιωδώς μακρινή μνήμη, μέσα στις ανθρώπινες γλώσσες και θεολογίες μέχρι σήμερα. Το φως, διαχωριζόμενο από την ύλη, είναι σαν να απέκτησε και να διατήρησε και το ίδιο αυτή την ιδιότητα: να αποκαλύπτει και να διαχωρίζει, όταν πέσει πάνω σε κάτι. Να διαχωρίζει σε φωτεινό και σκοτεινό, να δείχνει την α-λήθεια, και να μην αφήνει τίποτα πια στα μάτια μας ως ίδιο. Με το που φωτιστεί κάτι, ποτέ δεν το βλέπουμε πια όπως πριν, έχει εγκατασταθεί η νέα του «εικόνα» στη συνείδησή μας. Γι΄αυτό και όσοι «φωτίζονται» (σε οποιοδήποτε θέμα), δεν μπορούν πια να κάνουν πίσω. Έχουν ήδη διατελέσει το άλμα, και πολύ απλά, ο δρόμος τους είναι μόνο προς τα εμπρός.

Η δημιουργία του φωτός λοιπόν, περιγράφεται μαθηματικά από μία ρήξη συμμετρίας. Εδώ (αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις) μπορούμε να θυμηθούμε τον Νίτσε, που είπε πως τα ανώτερα μαθηματικά είναι μία μορφή μαγείας, και συγγενεύουν με τον Θεό.
Και έτσι, περνάμε στα μαθηματικά...

Τα μαθηματικά έδωσαν την περιγραφή της ρήξης της συμμετρίας, και η φυσική έδωσε την ερμηνεία αυτής της ρήξης. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα, ανάμεσα σε εκατομμύρια τέτοιων παραδειγμάτων.
Τα μαθηματικά από μόνα τους, είναι σαν το μαντείο των Δελφών: «...τὸ μαντεῖον ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει» (το μαντείο των Δελφών, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά σημαίνει – Ηράκλειτος). Τα μαθηματικά περιγράφουν, δεν ερμηνεύουν. Τα μαθηματικά είναι σύμβολο. Ένα σύμβολο υπάρχει μεν, αλλά από μόνο του είναι κενό περιεχομένου – σε εμάς εναπόκειται να προσδώσουμε μορφή στο περιεχόμενο. Αυτή είναι η σύνδεση μεταξύ μαθηματικών και φυσικής. Τα μαθηματικά μπορούν να υπάρξουν αυτόνομα (γι΄αυτό και εμφανίστηκαν πρώτα), αλλά η φυσική τα έχει ανάγκη, τουλάχιστον στην γλώσσα αναφοράς που χρησιμοποιεί ως σήμερα. Τα μαθηματικά προϋπήρξαν, διότι αποτελούν «αρχέτυπο», ενώ η φυσική επακολούθησε, γιατί αποτελεί ερμηνεία, «συνειδητότητα». Τα μαθηματικά αντιστοιχούν στο «Εν αρχή ην ο Λόγος», και η φυσική στο «Και εγένετο Φως»: Ο Λόγος ην, το Φως εγένετο.

Τα μαθηματικά όντως συγγενεύουν με τη μαγεία. Και η φυσική, στα ανώτερα επίπεδά της, όταν συγχωνεύεται με τα μαθηματικά τόσο που δεν μπορείς να διακρίνεις πια τις ραφές τους, κάνει κι αυτή το ίδιο. Από ένα σημείο και πέρα, όλα είναι μαθηματικά και όλα είναι τέχνη. Και τα δύο αυτά είδη, τα οποία έχουν κοινή «στόφα», έχουν ρίζες στον χώρο του ασυνείδητου, του ωκεάνιου. Χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη λογική, χρειάζεται αυτό που λέγεται ταλέντο, για να παράγεις μαθηματικά, να παράγεις φυσική, να δημιουργήσεις τέχνη. Όχι για να τα χρησιμοποιήσεις – το ταλέντο χρειάζεται για να τα παράγεις. Δεν αρκεί μόνο η γνώση και τα εργαλεία. Χρειάζεται και η έμπνευση, αυτή η έκλαμψη, η εμφύσηση από το «αλλού» (η λέξη έμπνευση κατάγεται από το εν - πνέω). Αυτό το «αλλού» δεν είναι εύκολο να οριστεί, και κάποιοι του δίνουν θεϊκή υπόσταση, το συνδέουν με τον Θεό, ενώ οι ασχολούμενοι με την ψυχολογία, το λένε συλλογικό ασυνείδητο. Ό,τι και να’ναι, όπως κι αν λέγεται, το σίγουρο είναι ότι υπάρχει αυτή η άγνωστη περιοχή, η γεννήτρια σκέψεων και ιδεών, έστω και αόρατη, με την οποία τα πραγματικά μεγάλα μυαλά βρίσκονται σε γερή σύνδεση. Πρέπει να βουτήξεις μες στον «ωκεανό» για να «ανασύρεις» μαθηματικά και φυσική και τέχνη – και ίσως αυτό εννοούσε και ο Πίνδαρος, όταν είπε

«Στον Ουρανό, να μαθαίνεις σημαίνει να βλέπεις.
Στη Γη, σημαίνει να θυμάσαι.»

Αυτού του είδους η «ενθύμηση», αποτελεί την πραγματική έμπνευση.

Σε όσους πιστεύουν πως τα παραπάνω είναι αρκούντως εξωτικά και ανυπόστατα, έχω να πω ότι υπάρχει μία μεγάλη βιβλιογραφία που αναφέρεται στα όνειρα των επιστημόνων. Πολλές μαθηματικές και φυσικές έννοιες δεν αποτέλεσαν προϊόν μελέτης και μόνο, δεν γεννήθηκαν πάνω από ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Υπάρχουν λαμπρές, εκτυφλωτικές ανακαλύψεις που τις είδαν οι επιστήμονες στον ύπνο τους, ή σκόνταψαν πάνω τους τελείως τυχαία. Η τύχη βέβαια ευνοεί τα προετοιμασμένα μυαλά – γιατί δεν είναι δυνατόν να βρεις κάτι, αν δεν ψάχνεις για αυτό. Αν σκοντάψεις όμως πάνω του, θέλει «καλό μάτι» για να το δεις, αντί να το προσπεράσεις. Θέλει να είσαι σε εγρήγορση. Κάπως έτσι έγιναν μερικές από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις, δείχνοντάς μας πως δεν υπάρχει στην επιστήμη μία «βασιλική οδός».
Αυτού του είδους οι άνθρωποι, αφήνουν και μία «πόρτα ανοιχτή»: είναι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε μία αγαστή συμφωνία και με τις δύο πλευρές του ανθρώπου – την λογική, συνειδητή πλευρά, και την υπέρ-λογη, την ασυνείδητη. Και χρειάζεται γερή ισορροπία για να μη γείρει αυτή η ζυγαριά: αν κλίνει επικίνδυνα μόνο προς τη μία πλευρά, παύει να υπάρχει αυτή η φωτεινή γεννήτρια ιδεών. Αν η ζυγαριά κλίνει μόνο προς την λογική πλευρά, ο επιστήμονας στερεύει, γίνεται πια κατάλληλος για να εκτελεί μόνο υπολογισμούς, να ακολουθεί την πεπατημένη, και γίνεται πια κι ο ίδιος ένα πειραματικό ποντίκι εργαστηρίου. Αν ή ζυγαριά κλίνει προς την άλλη πλευρά, τότε χάνει την επαφή με το λογικό και πέφτει τελικά μέσα στην τρέλα. Γι΄ αυτό και συνορεύουν τόσο επικίνδυνα η μεγαλοφυϊα με την τρέλα, γι’ αυτό και η ιστορία είναι γεμάτη με τόσες τραγικές καταλήξεις λαμπρών μυαλών, που βυθίστηκαν στοτέλος μες στην παράνοια. Ήταν άνθρωποι που άνοιξαν υπερβολικά πολύ την πόρτα στην άλλη πλευρά, και έτσι κατέρρευσαν κάτω από το βάρος του ασυνείδητου. Το να κρατάς μία ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών περιοχών θέλει ιδιαίτερη κράση, γιατί δεν είναι εύκολο να παίζεις με την φωτιά.

Το να περπατάς πάνω σε μια τέτοια κόψη ξυραφιού, δεν είναι και τόσο εύκολο. Η Τάντρα, μια ανατολική φιλοσοφία, διδάσκει ακριβώς αυτό: «Είναι η ισορροπία πάνω σε τεντωμένο σκοινί». Ούτε μόνο να αιωρείσαι ανερμάτιστος στους αιθέρες, ούτε να σέρνεσαι μόνο στη γη, μην κοιτάζοντας ποτέ προς τα πάνω. Η τέχνη είναι να συνδυάζεις και τα δύο, να αγκαλιάζεις τα αντίθετα. Μπορεί να ακούγεται άνευ σημασίας, τόσο φιλοσοφικό και άχρηστο όσο και όλο αυτό εδώ το κείμενο, αλλά δεν είναι. Γιατί δεν ισχύει μόνο για τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, ή για ένα άλλο είδος που χρειάζεται και γι’ αυτό ταλέντο, τους θεραπευτές. Ισχύει και για τον καθένα μας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανεξαρτήτως του αν έχουμε να επιδείξουμε μεγάλα έργα ή όχι. Υπάρχει πάντα ένας δρόμος για κάθε άνθρωπο, είτε αυτός το υποπτεύεται, είτε όχι. Είναι αυτή η «στενή οδός» για την οποία κάνουν λόγο τα Ευαγγέλια, ο δρόμος που θα βαδίσει πάνω του ο καθένας μόνος του, δημιουργώντας το σχέδιο της ζωής του. Οι περισσότεροι από εμάς διαλέγουμε μόνο τον ένα δρόμο, χωρίς να υποπτευόμαστε καν ότι υπάρχει και ο άλλος. Διαλέγουμε τον ένα δρόμο, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε καλά καλά ότι τον έχουμε όντως επιλέξει: ή τον δρόμο που απλά δρούμε, χωρίς να εξετάζουμε τον εαυτό μας και τα κίνητρά μας, ή τον δρόμο της αυστηρής λογικής, όπου νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα για εμάς, όπου νομίζουμε ότι περπατάμε σε ένα μονοπάτι που έχουμε επιλέξει καθαρά εμείς και μόνο εμείς, κλείνοντας την άλλη πόρτα, ή μην καν υποπτευόμενοι την ύπαρξή της.

Ευτυχώς για εμάς, δεν τα ξέρουμε όλα.

Ευτυχώς, θα υπάρχουν πάντα πράγματα που θα μπορούμε να τα ακούσουμε μόνο μέσα στη σιωπή. Υπάρχουν μες στο σύμπαν άπειρα «κοχύλια της θάλασσας», με άπειρες διαφορετικές μορφές για τον καθένα μας, που θα μπορούμε να ακούσουμε τον αχό τους μόνο αν σκύψουμε και κολλήσουμε το αυτί μας εκεί...


Αυτά για σήμερα.

2 σχόλια:

Ioannis είπε...

Umberto Eco , ' On the Shoulders of Giants 'from TURNING BACK THE CLOCK, Vintage 2008,:

' Bernard of Chartres said that we are like dwarfs standing on the shoulders of giants, and so we can see farther than they not because of our stature or because of the sharpness of our sight but because - by standing on their shoulders - we are higher than they . '

Αchernar είπε...

Πολύ σωστά...

Δημοσίευση σχολίου