Τετάρτη ήταν, 20 Οκτώβρη. Πέρασε κιόλας τόσος καιρός...
Μα το είχα αποθηκεύσει όλο αυτό στην άκρη του μυαλού μου - κι ακόμα πιο σιωπηλά, στην άκρη της καρδιάς μου. Και το κράταγα, και το κουβάλαγα, και τώρα ήρθε η ώρα του να βγει.
Τετάρτη.
Πάντα μου την έσπαγαν οι Τετάρτες. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι η έκφραση τεταρταίος πυρετός είχε βγει από κει - τόσο πολύ αγκομαχούσα να βγει η βδομάδα, να τελειώνει αυτό το καταραμένο σχολείο.
Η Τετάρτη είναι η πιο χάλια μέρα, είναι η άβυσσος που χωρίζει τη βδομάδα στα δύο.
Επόμενο ήταν λοιπόν αυτή εδώ, στις 20 Οκτώβρη, να είναι μία αβυσσαλέα μέρα.
Τα είχε σχεδόν όλα.
Ας μην πούμε τι είναι το "όλα" - σκεφτείτε μόνο τη φράση "τα είδα όλα". Το Χριστό Φαντάρο, που λένε. Η Ψυχή στην Κούλουρη, και λοιπά και λοιπά. Πράγματα για να φοβάσαι, εν ολίγοις.
Και μέσα σ' όλα αυτά, να σκάνε οι συνειδητοποιήσεις η μία μετά την άλλη, σαν βροχή - ή μάλλον, όχι σαν βροχή. Σαν κεραυνοί. Είναι σαν να ένιωθα αυτό το ζιγκ ζαγκ που έκανε η συνειδητοποίηση στην πορεία της μέχρι να γίνει εκτυφλωτική μπάλα και να καρφωθεί μέσα στο κεφάλι μου. Συνειδητοποιήσεις από αυτές που άπαξ και τις κάνεις, μετά ο κόσμος σου δεν έχει πια την ίδια γεύση. Ούτε την ίδια ροή. Που, αν τις κάνεις, μετά θα αναγκαστείς να πας αντίθετα. Εξ' ορισμού.
Ξέρεις τώρα. Κολύμπι κόντρα στο ρεύμα, οπισθέλκουσα δύναμη...Ωχ. Καλά δεν ήμασταν και πριν? Γιατί ρε γαμώτο να τρέχουμε τώρα στα καλά του καθουμένου? Αλλά καμμιά φορά τα πράγματα δεν μας ρωτάνε, απλά συμβαίνουν.
Εδώ που τα λέμε κιόλας, ποτέ δε θυμάμαι μια φορά να μας ρώτησαν.
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά η συνειδητοποίηση, όταν φοβάσαι, είναι απόλυτη. Σαν μια τρίαινα που καρφώνεται στο κεφάλι σου, νταν!, απρόσκλητη, και από κει και πέρα, μένει εσαεί. Είναι σαν να την πυροδοτεί ο φόβος - ένα καταραμένο triggering, που ούτε το ζήτησες, ούτε το χρειαζόσουν (κι όμως, θα πει κάποιος, ω ναι! το χρειαζόσουν...). Και τότε είναι σαν να αλλάζουν τότε τα μάτια μας χρώμα, ή, σαν να βλέπουν σε συχνότητες που δεν έβλεπαν πριν.
Μετά νάρκωση. Αποχαύνωση. Σε στιλ, "δεν ακούω τίποτα πια". Εδώ έφτασα στο τέλος, μετά από ενα μπαράζ δύο-τριών ημερών που τα είχε - κι αυτό - σχεδόν όλα. Όταν σε πιάνουν τα αισθήματα και σε κονταροχτυπάνε σαν πανί στην τρικυμία, με τι στόμα να μιλήσεις μετά. Το ανοίγεις μόνο για να πιείς κανά νεράκι, και λες και "φχαριστώ". Με χαμηλοβλέπον, ημι-χεσμένο ύφος. Μη μας δει κανένα "υψηλόβαθμο στέλεχος" από κει πάνω (τους ουρανούς ντε!) και μας ξαναγανώσει το κέρατο.
Και μετά, ξαφνικά, νηνεμία.
Βλέμματα ανθρώπων που, σε κάποια ανύποπτη στιγμή, στάθηκαν πλάι σου, από το πουθενά. Που σε είδαν δακρυσμένη και δάκρυσαν κι αυτοί, κρυφά, να μην τους βλέπεις - αλλά τους είδες. Μεγάλη υπόθεση, δύο άγνωστες καρδιές να συντονίζονται, έστω και για ένα δευτερόλεπτο μες στην αιωνιότητα. Χωρίς να σου ζητάνε τίποτα, χωρίς να πρέπει να δώσεις τίποτα. Απλά, επειδή βρεθήκατε δίπλα δίπλα, τυχαία...και κάτι έγινε. Χωρίς όνομα.
Δεν με ενδιαφέρει πόσα τηλέφωνα χτυπάνε και πόσες φωνές συνωστίζονται γύρω μου και πόσα χαρτιά και πόση πίεση και πόσες μαλακίες ακούνε τ' αυτιά μου και πόσα κινητά βαράνε και όταν τα σηκώνω ακούω από μέσα αγριοφωνάρες και τα κλείνω - αρκεί που ξέρω ότι υπήρξαν κάπου κάποτε σε μια στιγμή αυτά τα δύο μάτια, και με κοίταξαν έτσι. Αρκεί αυτό. Από αυτή τη ματιά κι ύστερα, γεννήθηκε ένα μικρό αστέρι μέσα στο σύμπαν μου.
Και μετά, να προσγειώνομαι μετά από όλα αυτά σε μια μαγική γειτονιά...
Δεν ξέρω αν όλες οι γειτονιές της Αθήνας είναι έτσι - η δική μου, ας πούμε, δεν είναι. Αυτή εδώ όμως, είναι, και το ξέρω. Είναι η γειτονιά του Σιδερόδρομου.
Τι είναι ο Σιδερόδρομος? Σε πρώτη ανάγνωση, είναι ένα χαριτωμένο μαγαζάκι, που έχει όνομα λογοπαίγνιου. Ένα τίποτα, ένα κάτι τόσο κοντά στο τίποτα.
Αλλά σε δεύτερη ανάγνωση, είναι κι άλλα. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι σημαίνει "δρόμος από σίδερο". Τι θα μπορούσαμε να πούμε για τον συνδυασμό ενός δρόμου με τον σίδερο, ή με ένα μέταλλο? Δρόμος στρωμένος με καρφιά. Δρόμος που γλυστράει σαν ατσάλι, επίσης. Δρόμος που κόβει σαν την κόψη του ξυραφιού - ναι, και αυτό. Δρόμος που από κάτω έχει μαγνήτες κι αλλάζουν το μαγνητικό σου πεδίο - γι'αυτό καμμιά φορά περπατάς εκεί πάνω και είναι σαν να σε καταπίνει η γης. Ο ίδιος δρόμος, αντίστροφος άλλες φορές, με υπεραγωγούς - να σε σηκώνουν στον αέρα, να νομίζεις ότι ίπτασαι, ότι αιωρείσαι.
Ή Δρόμος. Σκέτος δρόμος. Ναι, θα μπορούσε να είναι σκέτος δρόμος.
Και κάθε δρόμος, εξ' ορισμού, είναι δύσκολος.
Το εύκολο είναι το στάσιμο.
Ξέρω ότι γράφω ακατανόητα. Μα δεν είδα πουθενά καμμία πινακίδα που να λέει "σήμερα παρακαλώ γράψτε κατανοητά". Δεν έχω όρεξη σήμερα να βάλω λογική μέσα στις λέξεις μου. Κάνω διάλλειμα! Ε, κάντε κι εσείς μαζί μου.
Ο Σιδερόδρομος λοιπόν, όλο θησαυρούς μου έχει, κάθε φορά που θα βρεθώ εκεί.
Μα ένα μπαλκόνι με οργιώδη βλάστηση, με κάτι θρασύτατα λουλούδια ("ξυπνήστε! θα σας πνίξει το μπαλκόνι σας!"), μα μια ροδιά σε έναν κήπο, που σε διακτινίζει αμέσως σε χωριό, να μπεις μες στο αυλιδάκι να πιάσεις ένα ρόδι να το σπάσεις κάτω, και να φας μετά τις χάντρες του...
Ένα μαγαζάκι με βαφτιστικά, που φαντάζομαι ότι τα κουφέτα του θα έχουν μαγικές δυνάμεις, που θα σε κοιμίζουν. Δεν θυμάμαι κανένα παραμύθι με κουφέτα που φέρνουν ύπνο, αλλά αυτό το μαγαζί θα μπορούσε να είναι η αφορμή για μια τέτοια ιστορία... Στη βιτρίνα, αν και είναι υπερσύγχρονο κι ακόμα μυρίζει η μπογιά στους τοίχους, έχει κάτι από άλλες θύμησες, από άλλες εποχές - από πράγματα που δεν ξέρεις ότι τα έζησες, αλλά τα ξέρεις, ξέρεις τη μυρωδιά τους. Έχει κάτι κουτάκια που έχω φαγωθεί να δω τι είναι - ναι, εντάξει, ξέρω, είναι για τα μαρτυρικά, αλλά είναι περίεργα. Θέλω να πάω μια φορά να μη με βλέπουν, να τα ανοίξω όλα το ένα μετά το άλλο. Αλλά πρέπει να έχει πολύ κόσμο για να μη με δούν, και στην τελική δεν είναι κανα Jumbo, θέλουν δε θέλουν, θα προσέξουν την τρελή που θα ανοίγει όλα τα κουτάκια. Κρίμα.
Μέχρι κι ένα σουβλατζίδικο σε μια γωνιά, έχει κάτι το εξωπραγματικό. Μια σταλιά, όσο πιάνει μια γωνιά, με μία πλαστική κουρτίνα μέσα, ερείπιο, δεν πατάς ούτε για πλάκα για να φας - μα παρόλα αυτά, εξωπραγματικό. Αν είχε σουβλατζίδικο το στρουμφοχωριό, κάτι τέτοιο θα ήταν.
Και τα σπίτια απέναντι, είναι κάπως. Δεν ξέρω. Κάπως! Κάτι τέτοια σπίτια εγώ τα βλέπω μόνο στον ύπνο μου. Μέχρι και την αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία των δρόμων που είναι άντε γεια, αυτού του είδους τη γεωμετρία, την έχω δει μόνο στον ύπνο μου.
Και το ψιλικατζίδικο το "ο - θεός - να - το - κάνει", μία παράγκα με κισσό γύρω γύρω - μου' ρχεται να κλάψω που υπάρχει κάτι τέτοιο μέσα στην Αθήνα - ένα πράγμα που ορθώνεται με το ζόρι κάτι σπιθαμές πάνω απο τη γη, και δίπλα του μία υπερσύγχρονη κατοικία (σαν να βλέπω μικρογραφία της Sanghai)
Και πιο κάτω, ένα σπίτι που μια μέρα μου έδωσε μεγάλη χαρά - περνούσα απ' έξω, και έπαιζε το "Θεσσαλονίκη", και μέσα κόσμος που χόρευε και βάραγε παλαμάκια, μεσημεριανό τραπέζι και το'χανε στήσει το γλέντι, χορεύανε με τις φανέλες και τα σώβρακα, στο τσακίρ κέφι...
Μου φαίνεται ότι αυτή η γειτονιά βγαίνει από μια άγνωστη περιοχή του χωρόχρονου.
Γύρω από τον Σιδερόδρομο λοιπόν, και την υπεραγώγιμη γειτονιά, αυτό το βράδυ της Τετάρτης συνέβαιναν κι απλώνονταν για άλλη μια φορά τα μύρια θαυμαστά:
Ένας κύριος με ποδήλατο - έκανε ποδήλατο όπως ο Gene Kelly χόρευε στη βροχή. Χόρευε το ποδήλατό του μες στα στενά. Λες και άκουγα μουσική - ω ναι, θα του άξιζε να συνοδεύει τον ποδηλατικό του χορό ένα βαλς. Μία συμφωνική ορχήστρα, να παίξει ένα βαλς αφιερωμένο στον νυχτερινό ποδηλάτη.
Μία παιδική χαρά 2 x 2 και μέσα άπειρα παιδάκια ανά τετραγωνικό εκατοστό, με τις φωνές τους σε αγαστή συμφωνία. Tα έλουζε ένα αμυδρό φως, σαν ξωτικούλια ήταν. Νεραϊδοπαιδική χαρά.
Mία συνάντηση κορυφής σε ψιλικατζίδικο: συγγενολόι που έχει στήσει την κουβέντα, και ένα παιδάκι που παίζει με ένα γατί. Σε λίγο σκάει και κυρία με σκύλο - ο σκύλος ίδιος με εκείνον του Τεν Τεν, σε μαύρο χρώμα! Πολύ προσωπικότητα, ο δικός σου. Ένας μικρός τζέντλεμαν όλο παράστημα, μέσα σε πενήντα πόντους ύψος. Ο γάτος κι ο σκύλος τα πάνε μια χαρά, και το παιδάκι δεν ξέρει με ποιόν να πρωτοπαίξει, τα έχει χάσει, όλα τα θαύματα μπροστά του! Θα χωνόμουν κι εγώ να παίξω, αλλά με περίμεναν. Μα το Θεό, θα τον έκλεβα αυτόν τον σκύλο άνετα, τον ερωτεύτηκα στο dt. Με μερικά λουκούλεια γεύματα μπορεί να ξεχνούσε γρήγορα το πρώτο αφεντικό του (λέω, δεν ξέρω, δεν ξέρω από σκύλους).
Την ίδια στιγμή, μιλούσα με έναν φίλο στο κινητό - "ψάχνω γόβα νούμερο 40, αν έχεις το Θεό σου, δεν υπάρχει λέμε που-θε-νά" (όχι, δεν την ήθελε για τον εαυτό του, προετοιμαζόταν πυρετωδώς για το Fashion Week). Συμμεριζόμουν τον πόνο του. Όλα τα ωραία παπούτσια στα μαγαζιά, κάνουν φτερά άμα τη εμφανίσει τους. Γνωστό αυτό το αγκάθι για σύσσωμο το γυναικείο φύλο.
Περνώντας έξω απο σχολείο, έμεινα άφωνη: είχαν ζωγραφίσει όλες τις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου στους τοίχους - την προϊστορική πόλη της Σαντορίνης, με τις τοιχογραφίες των δελιφινιών, της άνοιξης...Μου κόπηκε η ανάσα.
Τότε σήκωσα τα μάτια στον ουρανό και είδα
τη Σελήνη, κοντά της έλαμπε ο Δίας, σύννεφα, φωτοσκιάσεις, ένα μαγνητικό, φωτεινό, εξωπραγματικό μπλε, και η τέλεια καμπυλωτή τροχιά των καυσίμων ενός αεροπλάνου - φαινόταν λες και ήταν τεράστιοι δακτύλιοι ενός αέριου πλανήτη
σαν να είμαστε ο δορυφόρος ενός τεράστιου αέριου πλανήτη που κινείται νωχελικά, κι ένα κομμάτι των δακτυλίων του να καταλαμβάνει φαινομενικά όλοκληρο το στερέωμά μας
ξέρω ότι δεν μπορώ να μεταδώσω την εικόνα
όμως
Το πρωί τόσο χάος και το βράδυ τόση ομορφιά
Έτσι είναι καμμιά φορά η ζωή
τόσο γρήγορη
απρόσμενη
αβυσσαλέα
ψυχεδελική
τηλεπαθητική
υπερπανέμορφη
υφέρπουσα
ακατανόητη
φρικιαστική άδικη του κερατά
αδιάφορη
τελματωμένη
πέραν πάσης περιγραφής
να μυρίζει τριαντάφυλλο
πέρασα στο τέλος μέσα στη νύχτα δίπλα από έναν κήπο που μύριζε τριαντάφυλλα
τόσο κοντά η πόλη και το όνειρο
η νύχτα και το όνειρο
σας καληνυχτίζω
Αυτό το πόστ είναι για σένα.
Μα το είχα αποθηκεύσει όλο αυτό στην άκρη του μυαλού μου - κι ακόμα πιο σιωπηλά, στην άκρη της καρδιάς μου. Και το κράταγα, και το κουβάλαγα, και τώρα ήρθε η ώρα του να βγει.
Τετάρτη.
Πάντα μου την έσπαγαν οι Τετάρτες. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι η έκφραση τεταρταίος πυρετός είχε βγει από κει - τόσο πολύ αγκομαχούσα να βγει η βδομάδα, να τελειώνει αυτό το καταραμένο σχολείο.
Η Τετάρτη είναι η πιο χάλια μέρα, είναι η άβυσσος που χωρίζει τη βδομάδα στα δύο.
Επόμενο ήταν λοιπόν αυτή εδώ, στις 20 Οκτώβρη, να είναι μία αβυσσαλέα μέρα.
Τα είχε σχεδόν όλα.
Ας μην πούμε τι είναι το "όλα" - σκεφτείτε μόνο τη φράση "τα είδα όλα". Το Χριστό Φαντάρο, που λένε. Η Ψυχή στην Κούλουρη, και λοιπά και λοιπά. Πράγματα για να φοβάσαι, εν ολίγοις.
Και μέσα σ' όλα αυτά, να σκάνε οι συνειδητοποιήσεις η μία μετά την άλλη, σαν βροχή - ή μάλλον, όχι σαν βροχή. Σαν κεραυνοί. Είναι σαν να ένιωθα αυτό το ζιγκ ζαγκ που έκανε η συνειδητοποίηση στην πορεία της μέχρι να γίνει εκτυφλωτική μπάλα και να καρφωθεί μέσα στο κεφάλι μου. Συνειδητοποιήσεις από αυτές που άπαξ και τις κάνεις, μετά ο κόσμος σου δεν έχει πια την ίδια γεύση. Ούτε την ίδια ροή. Που, αν τις κάνεις, μετά θα αναγκαστείς να πας αντίθετα. Εξ' ορισμού.
Ξέρεις τώρα. Κολύμπι κόντρα στο ρεύμα, οπισθέλκουσα δύναμη...Ωχ. Καλά δεν ήμασταν και πριν? Γιατί ρε γαμώτο να τρέχουμε τώρα στα καλά του καθουμένου? Αλλά καμμιά φορά τα πράγματα δεν μας ρωτάνε, απλά συμβαίνουν.
Εδώ που τα λέμε κιόλας, ποτέ δε θυμάμαι μια φορά να μας ρώτησαν.
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά η συνειδητοποίηση, όταν φοβάσαι, είναι απόλυτη. Σαν μια τρίαινα που καρφώνεται στο κεφάλι σου, νταν!, απρόσκλητη, και από κει και πέρα, μένει εσαεί. Είναι σαν να την πυροδοτεί ο φόβος - ένα καταραμένο triggering, που ούτε το ζήτησες, ούτε το χρειαζόσουν (κι όμως, θα πει κάποιος, ω ναι! το χρειαζόσουν...). Και τότε είναι σαν να αλλάζουν τότε τα μάτια μας χρώμα, ή, σαν να βλέπουν σε συχνότητες που δεν έβλεπαν πριν.
Μετά νάρκωση. Αποχαύνωση. Σε στιλ, "δεν ακούω τίποτα πια". Εδώ έφτασα στο τέλος, μετά από ενα μπαράζ δύο-τριών ημερών που τα είχε - κι αυτό - σχεδόν όλα. Όταν σε πιάνουν τα αισθήματα και σε κονταροχτυπάνε σαν πανί στην τρικυμία, με τι στόμα να μιλήσεις μετά. Το ανοίγεις μόνο για να πιείς κανά νεράκι, και λες και "φχαριστώ". Με χαμηλοβλέπον, ημι-χεσμένο ύφος. Μη μας δει κανένα "υψηλόβαθμο στέλεχος" από κει πάνω (τους ουρανούς ντε!) και μας ξαναγανώσει το κέρατο.
Και μετά, ξαφνικά, νηνεμία.
Βλέμματα ανθρώπων που, σε κάποια ανύποπτη στιγμή, στάθηκαν πλάι σου, από το πουθενά. Που σε είδαν δακρυσμένη και δάκρυσαν κι αυτοί, κρυφά, να μην τους βλέπεις - αλλά τους είδες. Μεγάλη υπόθεση, δύο άγνωστες καρδιές να συντονίζονται, έστω και για ένα δευτερόλεπτο μες στην αιωνιότητα. Χωρίς να σου ζητάνε τίποτα, χωρίς να πρέπει να δώσεις τίποτα. Απλά, επειδή βρεθήκατε δίπλα δίπλα, τυχαία...και κάτι έγινε. Χωρίς όνομα.
Δεν με ενδιαφέρει πόσα τηλέφωνα χτυπάνε και πόσες φωνές συνωστίζονται γύρω μου και πόσα χαρτιά και πόση πίεση και πόσες μαλακίες ακούνε τ' αυτιά μου και πόσα κινητά βαράνε και όταν τα σηκώνω ακούω από μέσα αγριοφωνάρες και τα κλείνω - αρκεί που ξέρω ότι υπήρξαν κάπου κάποτε σε μια στιγμή αυτά τα δύο μάτια, και με κοίταξαν έτσι. Αρκεί αυτό. Από αυτή τη ματιά κι ύστερα, γεννήθηκε ένα μικρό αστέρι μέσα στο σύμπαν μου.
Και μετά, να προσγειώνομαι μετά από όλα αυτά σε μια μαγική γειτονιά...
Δεν ξέρω αν όλες οι γειτονιές της Αθήνας είναι έτσι - η δική μου, ας πούμε, δεν είναι. Αυτή εδώ όμως, είναι, και το ξέρω. Είναι η γειτονιά του Σιδερόδρομου.
Τι είναι ο Σιδερόδρομος? Σε πρώτη ανάγνωση, είναι ένα χαριτωμένο μαγαζάκι, που έχει όνομα λογοπαίγνιου. Ένα τίποτα, ένα κάτι τόσο κοντά στο τίποτα.
Αλλά σε δεύτερη ανάγνωση, είναι κι άλλα. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι σημαίνει "δρόμος από σίδερο". Τι θα μπορούσαμε να πούμε για τον συνδυασμό ενός δρόμου με τον σίδερο, ή με ένα μέταλλο? Δρόμος στρωμένος με καρφιά. Δρόμος που γλυστράει σαν ατσάλι, επίσης. Δρόμος που κόβει σαν την κόψη του ξυραφιού - ναι, και αυτό. Δρόμος που από κάτω έχει μαγνήτες κι αλλάζουν το μαγνητικό σου πεδίο - γι'αυτό καμμιά φορά περπατάς εκεί πάνω και είναι σαν να σε καταπίνει η γης. Ο ίδιος δρόμος, αντίστροφος άλλες φορές, με υπεραγωγούς - να σε σηκώνουν στον αέρα, να νομίζεις ότι ίπτασαι, ότι αιωρείσαι.
Ή Δρόμος. Σκέτος δρόμος. Ναι, θα μπορούσε να είναι σκέτος δρόμος.
Και κάθε δρόμος, εξ' ορισμού, είναι δύσκολος.
Το εύκολο είναι το στάσιμο.
Ξέρω ότι γράφω ακατανόητα. Μα δεν είδα πουθενά καμμία πινακίδα που να λέει "σήμερα παρακαλώ γράψτε κατανοητά". Δεν έχω όρεξη σήμερα να βάλω λογική μέσα στις λέξεις μου. Κάνω διάλλειμα! Ε, κάντε κι εσείς μαζί μου.
Ο Σιδερόδρομος λοιπόν, όλο θησαυρούς μου έχει, κάθε φορά που θα βρεθώ εκεί.
Μα ένα μπαλκόνι με οργιώδη βλάστηση, με κάτι θρασύτατα λουλούδια ("ξυπνήστε! θα σας πνίξει το μπαλκόνι σας!"), μα μια ροδιά σε έναν κήπο, που σε διακτινίζει αμέσως σε χωριό, να μπεις μες στο αυλιδάκι να πιάσεις ένα ρόδι να το σπάσεις κάτω, και να φας μετά τις χάντρες του...
Ένα μαγαζάκι με βαφτιστικά, που φαντάζομαι ότι τα κουφέτα του θα έχουν μαγικές δυνάμεις, που θα σε κοιμίζουν. Δεν θυμάμαι κανένα παραμύθι με κουφέτα που φέρνουν ύπνο, αλλά αυτό το μαγαζί θα μπορούσε να είναι η αφορμή για μια τέτοια ιστορία... Στη βιτρίνα, αν και είναι υπερσύγχρονο κι ακόμα μυρίζει η μπογιά στους τοίχους, έχει κάτι από άλλες θύμησες, από άλλες εποχές - από πράγματα που δεν ξέρεις ότι τα έζησες, αλλά τα ξέρεις, ξέρεις τη μυρωδιά τους. Έχει κάτι κουτάκια που έχω φαγωθεί να δω τι είναι - ναι, εντάξει, ξέρω, είναι για τα μαρτυρικά, αλλά είναι περίεργα. Θέλω να πάω μια φορά να μη με βλέπουν, να τα ανοίξω όλα το ένα μετά το άλλο. Αλλά πρέπει να έχει πολύ κόσμο για να μη με δούν, και στην τελική δεν είναι κανα Jumbo, θέλουν δε θέλουν, θα προσέξουν την τρελή που θα ανοίγει όλα τα κουτάκια. Κρίμα.
Μέχρι κι ένα σουβλατζίδικο σε μια γωνιά, έχει κάτι το εξωπραγματικό. Μια σταλιά, όσο πιάνει μια γωνιά, με μία πλαστική κουρτίνα μέσα, ερείπιο, δεν πατάς ούτε για πλάκα για να φας - μα παρόλα αυτά, εξωπραγματικό. Αν είχε σουβλατζίδικο το στρουμφοχωριό, κάτι τέτοιο θα ήταν.
Και τα σπίτια απέναντι, είναι κάπως. Δεν ξέρω. Κάπως! Κάτι τέτοια σπίτια εγώ τα βλέπω μόνο στον ύπνο μου. Μέχρι και την αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία των δρόμων που είναι άντε γεια, αυτού του είδους τη γεωμετρία, την έχω δει μόνο στον ύπνο μου.
Και το ψιλικατζίδικο το "ο - θεός - να - το - κάνει", μία παράγκα με κισσό γύρω γύρω - μου' ρχεται να κλάψω που υπάρχει κάτι τέτοιο μέσα στην Αθήνα - ένα πράγμα που ορθώνεται με το ζόρι κάτι σπιθαμές πάνω απο τη γη, και δίπλα του μία υπερσύγχρονη κατοικία (σαν να βλέπω μικρογραφία της Sanghai)
Και πιο κάτω, ένα σπίτι που μια μέρα μου έδωσε μεγάλη χαρά - περνούσα απ' έξω, και έπαιζε το "Θεσσαλονίκη", και μέσα κόσμος που χόρευε και βάραγε παλαμάκια, μεσημεριανό τραπέζι και το'χανε στήσει το γλέντι, χορεύανε με τις φανέλες και τα σώβρακα, στο τσακίρ κέφι...
Μου φαίνεται ότι αυτή η γειτονιά βγαίνει από μια άγνωστη περιοχή του χωρόχρονου.
Γύρω από τον Σιδερόδρομο λοιπόν, και την υπεραγώγιμη γειτονιά, αυτό το βράδυ της Τετάρτης συνέβαιναν κι απλώνονταν για άλλη μια φορά τα μύρια θαυμαστά:
Ένας κύριος με ποδήλατο - έκανε ποδήλατο όπως ο Gene Kelly χόρευε στη βροχή. Χόρευε το ποδήλατό του μες στα στενά. Λες και άκουγα μουσική - ω ναι, θα του άξιζε να συνοδεύει τον ποδηλατικό του χορό ένα βαλς. Μία συμφωνική ορχήστρα, να παίξει ένα βαλς αφιερωμένο στον νυχτερινό ποδηλάτη.
Μία παιδική χαρά 2 x 2 και μέσα άπειρα παιδάκια ανά τετραγωνικό εκατοστό, με τις φωνές τους σε αγαστή συμφωνία. Tα έλουζε ένα αμυδρό φως, σαν ξωτικούλια ήταν. Νεραϊδοπαιδική χαρά.
Mία συνάντηση κορυφής σε ψιλικατζίδικο: συγγενολόι που έχει στήσει την κουβέντα, και ένα παιδάκι που παίζει με ένα γατί. Σε λίγο σκάει και κυρία με σκύλο - ο σκύλος ίδιος με εκείνον του Τεν Τεν, σε μαύρο χρώμα! Πολύ προσωπικότητα, ο δικός σου. Ένας μικρός τζέντλεμαν όλο παράστημα, μέσα σε πενήντα πόντους ύψος. Ο γάτος κι ο σκύλος τα πάνε μια χαρά, και το παιδάκι δεν ξέρει με ποιόν να πρωτοπαίξει, τα έχει χάσει, όλα τα θαύματα μπροστά του! Θα χωνόμουν κι εγώ να παίξω, αλλά με περίμεναν. Μα το Θεό, θα τον έκλεβα αυτόν τον σκύλο άνετα, τον ερωτεύτηκα στο dt. Με μερικά λουκούλεια γεύματα μπορεί να ξεχνούσε γρήγορα το πρώτο αφεντικό του (λέω, δεν ξέρω, δεν ξέρω από σκύλους).
Την ίδια στιγμή, μιλούσα με έναν φίλο στο κινητό - "ψάχνω γόβα νούμερο 40, αν έχεις το Θεό σου, δεν υπάρχει λέμε που-θε-νά" (όχι, δεν την ήθελε για τον εαυτό του, προετοιμαζόταν πυρετωδώς για το Fashion Week). Συμμεριζόμουν τον πόνο του. Όλα τα ωραία παπούτσια στα μαγαζιά, κάνουν φτερά άμα τη εμφανίσει τους. Γνωστό αυτό το αγκάθι για σύσσωμο το γυναικείο φύλο.
Περνώντας έξω απο σχολείο, έμεινα άφωνη: είχαν ζωγραφίσει όλες τις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου στους τοίχους - την προϊστορική πόλη της Σαντορίνης, με τις τοιχογραφίες των δελιφινιών, της άνοιξης...Μου κόπηκε η ανάσα.
Τότε σήκωσα τα μάτια στον ουρανό και είδα
τη Σελήνη, κοντά της έλαμπε ο Δίας, σύννεφα, φωτοσκιάσεις, ένα μαγνητικό, φωτεινό, εξωπραγματικό μπλε, και η τέλεια καμπυλωτή τροχιά των καυσίμων ενός αεροπλάνου - φαινόταν λες και ήταν τεράστιοι δακτύλιοι ενός αέριου πλανήτη
σαν να είμαστε ο δορυφόρος ενός τεράστιου αέριου πλανήτη που κινείται νωχελικά, κι ένα κομμάτι των δακτυλίων του να καταλαμβάνει φαινομενικά όλοκληρο το στερέωμά μας
ξέρω ότι δεν μπορώ να μεταδώσω την εικόνα
όμως
Το πρωί τόσο χάος και το βράδυ τόση ομορφιά
Έτσι είναι καμμιά φορά η ζωή
τόσο γρήγορη
απρόσμενη
αβυσσαλέα
ψυχεδελική
τηλεπαθητική
υπερπανέμορφη
υφέρπουσα
ακατανόητη
φρικιαστική άδικη του κερατά
αδιάφορη
τελματωμένη
πέραν πάσης περιγραφής
να μυρίζει τριαντάφυλλο
πέρασα στο τέλος μέσα στη νύχτα δίπλα από έναν κήπο που μύριζε τριαντάφυλλα
τόσο κοντά η πόλη και το όνειρο
η νύχτα και το όνειρο
σας καληνυχτίζω
Αυτό το πόστ είναι για σένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου