Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Ημερολόγια Καταστρώματος ΙΙ

Να ξαναμιλήσουμε λοιπόν για θάλασσα...

για κύματα και για πελάγη

μήπως και οι φουρτούνες που αντιμετωπίζουν τα καράβια, μας κάνουν να ξεχάσουμε για λίγο την γενικότερη φουρτούνα στην οποία έχουμε πέσει όλοι μας...



Κάθε ναυτικός αποτελεί ένα βιβλίο που δεν έχει γραφτεί. Σε κάθε σελίδα του, εκτυλίσσεται κι από μια ιστορία.

Όταν συζητάω μαζί τους, πάντα τους κάνω την εξής ερώτηση : "Ποιό μέρος απ΄ όσα είδες ήταν το ομορφότερο;"
Είναι μία ερώτηση για να τους ξεκλειδώσω, για να αρχίσουν να ξεδιπλώνουν τις ιστορίες τους.
Γιατί αν δεν θέλουν να μιλήσουν, δεν μιλάνε - σαν έναν συχωρεμένο παππού μου από το νησί, καπετάνιο, που όσο τον θυμάμαι, δέκα λέξεις άκουσα μονάχα να βγαίνουν από το στόμα του...
Ήταν ο καλύτερος, κυβερνούσε τα πλοία σαν να είχε γεννηθεί γι' αυτό, και μόλις άραζε στη στεριά, έπιανε μία θέση σ' ένα σκαλί στο σοκάκι έξω απ' το σπίτι του, και δεν κουνιόταν. Φορούσε το ναυτικό κασκέτο του και κοίταζε πέρα μακριά, και κάτι πάνω του σε αποθάρρυνε να τον ρωτήσεις για το πού τρέχει ο λογισμός του...

Ένας αρχιμηχανικός λοιπόν, διάλεξε για ωραιότερο μέρος το Μεξικό. Curacao, Veracruz, Manzanillo...κι όπως λέει ένα στιχάκι των ναυτικών,

"Ματζατλάν και Μαντζανίγιο
 είδα κι έχασα τον ήλιο"...

Είναι ένα κλασσικό δρομολόγιο αυτό, και όσοι το διαλέγουν ως αγαπημένο τους, δεν χρειάζεται να πουν τίποτα άλλο. Τα ονόματα των λιμανιών διηγούνται από μόνα τους μια ολόκληρη ιστορία, βήμα το βήμα πάνω στον χάρτη. Matzatlan και Manzanillo λοιπόν, Lasaro Cardenas, Playa del Carmen, Cancun...

Ο ναυτικός που είχε διαλέξει ως ωραιότερο μέρος το Vancouver, μου είχε πει πολλά. Για τον αρχιμηχανικό του, που είχε μία οικογένεια εδώ, και μία στην Κορέα. Όταν τα έσπασε με την γυναίκα του εδώ πέρα, πριν από λίγο καιρό, σηκώθηκε κι έφυγε για πάντα στην Κορέα, στην άλλη του γυναίκα και στα άλλα του παιδιά...

Ο ίδιος, μια βραδιά στην Σαγκάη (το σωστό βέβαια είναι Σανγκ-Χάϊ), έζησε το απόλυτο σουρεάλ σκηνικό. Είχε βρεθεί εκεί με τη γυναίκα του, και τον καπετάνιο του πλοίου που συνοδευόταν κι αυτός από τη συμβία του. Τα δύο ζευγάρια είπαν να το ρίξουν έξω. Μα απογοητεύτηκαν οικτρά, γιατί τα μόνα μέρη για διασκέδαση ήταν αυτά τα καραόκε μπαρ, κι εκείνοι, νησιώτες γαρ, δεν άντεξαν για πολύ. Σε ένα από αυτά τα μπαρ, είπαν στο τέλος στον μαγαζάτορα: "Άκου, έχουμε μία κασέτα εδώ με δικά μας τραγούδια, ελληνικά. Θα βάλεις να την ακούσουμε, να κάνουμε λίγο κέφι;" Συμφώνησε ο κινέζος, και ορίστε λοιπόν, να παίζει στο κινέζικο το μπαρ ο μπάλος στη διαπασών. Χόρεψαν, ήπιαν, τα σπασαν, τα έκαναν λαμπόγυαλο, με τους κινέζους από κάτω να τους κοιτούν άφωνοι. Στο τέλος ήρθε κι ο λογαριασμός, "τόσα τα πιάτα, τόσα τα ουϊσκια, τόσο η μουσική". Είχαν κάνει έναν λογαριασμό χιλιόμετρα, και το είχαν φχαριστηθεί. Αλλά αυτό στο τέλος, τι ήταν;
"Η μουσική; Καλά, θα πληρώσουμε και για τη μουσική;" ρώτησαν. "Φυσικά", χαμογέλασε ο κινέζος. Α, όλα κι όλα.
"Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν business, όχι αστεία! Από τότε φαινόταν το πράγμα", γέλαγε τρανταχτά ο ναυτικός.

Του άρεσαν πολύ οι Αργεντίνοι, σαν άνθρωποι. Για δεύτερο μέρος, θα διάλεγε το Μπουένος Άιρες.
"Πώς είναι;"
"Τι να σου πω, κοπέλα μου. Πρέπει να πας, για να καταλάβεις πως είναι".
Παρόλο που ήταν σχεδόν στην άκρη του Νοτίου Ημισφαιρίου, ένιωθε πως ήταν στην Ελλάδα. Αν και είχε πάει και νοτιότερα, στα θρυλικά στενά του Μαγγελάνου. Punta Arenas. Παταγονία.
"Πες μου", παρακαλούσα. "Άσε με μωρέ με δαύτα. Σου βγαίνει η πίστη μέχρι να περάσεις από εκεί". Πηγαίνουν όλοι από εκεί, αλλά τα νερά είναι δύσκολα.

Ένας άλλος, θυμόταν το κρύο που είχε φάει ένα βράδυ στο λιμάνι του Narvik, στην Νορβηγία. "Αφήσαμε αναμμένα τα ραντάρ όλη νύχτα, για να μην παγώσει το πλοίο, Νοέμβρη μήνα". Ο χειμώνας δεν αστειεύεται στα τριακόσια χιλιόμετρα πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο.





Αυτός λοιπόν, είχε ζήσει τρία χρόνια στην Napa Valley, στην Καλιφόρνια. Είχε αρραβωνιαστεί μία αμερικάνα και ζούσε μαζί της μέσα στους τεράστιους αμπελώνες. Σχεδόν μπορούσα να μαντέψω τι χρώμα είχε το φως του πρωϊνού εκεί, από την διήγησή του.
"Και;" ρώτησα.
"Τι και; Σαν είναι ο άνθρωπος εγωϊστής, τα τινάζει όλα στον αέρα". Είχε έρθει εδώ, είχε παντρευτεί τελικά μια ελληνίδα, και είχε χωρίσει. "Εγώ και ο εγωϊσμός μου", κατέληγε θυμόσοφα. "Δεν δένομαι, παιδί μου. Μπορεί να τις αγαπώ πολύ τις γυναίκες, αλλά δεν δένομαι. Φοβάμαι ότι θα φύγουν και θα μου πάρουν την ψυχή μου, άμα δεθώ". Και όντως πρέπει να τις αγαπά, γιατί δεν έχω ξανασυναντήσει άλλον τέτοιον γνώστη των γυναικών. Κάθε φορά που συζητώ μαζί του, με εκπλήσσει.
"Γνωρίζω το 60% της γυναικείας ψυχής. Το υπόλοιπο 40%, δεν το ξέρω κι ούτε θα το μάθω ποτέ".
"Γιατί;"
"Γιατί ούτε και εσείς οι ίδιες το ξέρετε".
Δεν μπορώ παρά να του βγάλω το καπέλο.

Ο άλλος ήταν μαρκόνης. Ασυρματιστής. Τότε που το επάγγελμα αυτό υπήρχε ακόμα.
"Δεκαοχτώ χρονών μπαρκάρισα. Δεν υπάρχει άλλη ζωή καλύτερη για έναν νέο, από του ναυτικού. Παλιά τουλάχιστον, γιατί τώρα τους βγάζουνε την Παναγία με τους Κώδικες, τους έχουν στη φέρμα".
Το αγαπημένο του μέρος; Καραϊβική. Είχε γνωρίσει εκεί μια Αγγλίδα που έκανε διακοπές, και πέρασε ένα καλοκαίρι ανεξίτηλο στη μνήμη. Λίγο το έχεις να συναντάς τον έρωτα και να κολυμπάς μαζί του στα Barbados, στο Trinidad και στο Tobago; Αποφάσισαν να μείνουν μαζί εκεί.
"Και;"
"Καταστροφή. Μετά απο δύο χρόνια, ήθελε ο καθένας τη "μαμά" του. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τη μαμά πατρίδα. Εκείνης της έλειπε η Αγγλία, και μένα η Ελλάδα. Τα σπάσαμε".
(Μερικές φορές ομολογώ, δεν τους καταλαβαίνω. Να ζεις στην Καραϊβική και να θες να γυρίσεις πίσω στην Ελλάδα; Μα γιατί; Γιατί;
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου).
Αυτός λοιπόν είχε φάει μια νόστιμη φόλα από μία κοπέλα στο Μississippi:
" Ήρθε και μου τα'ριξε χύμα στο κύμα, σε ένα μπαρ. Αυτό, για εκείνη την εποχή, ήταν για μένα ανήκουστο. Αλλά έτσι ήταν μερικές Αμερικάνες. Τρελιάρες. Ε, εμένα μου έμελλε η πιο τρελή..."
Έμειναν μαζί για καιρό, την έπαιρνε μαζί του στο πλοίο.
"Μία μέρα, σηκώθηκε και έφυγε. Χωρίς κουβέντα. Δεν ήξερα τι έγινε. Ε, νόμισα ότι της τη βάρεσε κι έφυγε για πάντα - γιατί όπως σου είπα, ήταν τρελή, ε; Ε, ανέβασα κι εγώ άλλη στο πλοίο...Πού να'ξερα! Το βράδυ γύρισε, μπούκαρε μέσα. Την έπιασε την άλλη απο το μαλλί και την έφερε δύο γύρες! Αμάν κάναμε να την σώσουμε από τα χέρια της! Ε, μετά ήταν λες και δεν έγινε τίποτα, όλα μέλι γάλα..."
Ναι, αλλά κάποτε του στειλε ένα γράμμα, ότι είχε κάνει έναν γιο από εκείνον. "Και τι έγινε;" "Δεν ξέρω, δεν ρώτησα, ούτε και εκείνη το ανέφερε ξανά". (!!)
Κάποτε τον συνάντησε εδώ, στην Ελλάδα. Ποιός ξέρει πώς είχε βρεθεί μέχρι εδώ - τον βρήκε όμως, έστειλε και τον έψαξαν.
" Με περίμενε ένα σοκ, όμως. Όταν με είδε, μου είπε: "Who the hell are you?" Της είπα ποιός ήμουν. "What?" δεν το πίστευε. "You fucking bastard, go away!" Δεν καταλάβαινα. Με τα πολλά, μου εξήγησε πως είχα γίνει ένα χάλι! Με είχε γνωρίσει βλέπεις είκοσι χρονών, στα ντουζένια μου, και τότε που με ξανάδε στα 35, με κοιλίτσα και λοιπά, δεν της άρεσα της κυρίας!!!! Πωπωωω, ακόμα το φυσάω και δεν κρυώνει! Τρελή, παιδί μου, τι περιμένεις..."

Αυτός λοιπόν ταξίδευε για χρόνια, συνεχόμενα, χωρίς να γυρίζει στην Ελλάδα.
"Μπορούσες;"
"Μπορούσα. Η χαρά μου ήτανε. Κάθε λιμάνι και ιστορία. Αλλά και στο πλοίο περνούσαμε καλά. Το καίγαμε! Είχαμε κι έναν μάγειρα ποσταλίσιο, μερακλή, που μας τάϊζε αρχοντικά. Γεμιστούς αστακούς και τέτοια. Άρχοντες!"
Είχε γυρίσει μια φορά εδώ, στο γάμο της αδερφής του. Άλλη μια, στη γέννηση του ανιψιού του. " 'Οταν η αδερφή μου μου μήνυσε να γυρίσω για τα βαφτίσια του, της εξήγησα: "Σε κάθε γυρισμό, μου είναι όλο και πιο δύσκολο να ξαναφύγω. Αν έρθω τώρα, μπορεί και να μην ξαναπάω στο καράβι. Γι' αυτό, κατάλαβέ με, και συγχώρα με που δεν έρχομαι".
Άρα, κάτι τον έτρωγε.
"Ο ναυτικός, ζει στο ανάμεσα. Είναι χωρισμένος στα δύο. Όταν είναι στη θάλασσα σκέφτεται τη στεριά, κι όταν είναι στη στεριά, σκέφτεται τη θάλασσα. Είχα γλεντήσει σ' όλες τις γωνιές του κόσμου, μα όταν γυρνούσα πίσω, κάτι σαν βουβό μαχαίρι μπηγόταν μέσα μου. Ο μόνος τρόπος ήταν να συνεχίζω και να συνεχίζω".
Σκέφτηκε να τα παρατήσει ποτέ;
"Ναι, αλλά όχι από νοσταλγία. Από φόβο. Έτυχε μια φορά, που χέστηκα πάνω μου".

Βρίσκονταν στην Νέα Ορλεάνη, έναν Νοέμβρη (και πάλι). Την νύχτα πριν τον απόπλου, είχαν πληροφορίες από τον ασύρματο. "Θα χτυπήσει τυφώνας".
Ήταν ο τυφώνας Lois, το 1966.
"Ξέρεις γιατί δίνουν γυνακεία ονόματα στους τυφώνες; Είναι ονόματα από βαρυποινίτισσες".
Ξεκίνησαν την άλλη μέρα τα ξημερώματα.
"Για να φύγεις από την Νέα Ορλεάνη και να περάσεις τον Μισσισσιπή, θέλεις εννιά ώρες. Eίναι τεράστιο ποτάμι. Ξέραμε ότι ο τυφώνας έπιανε από Miami, και πέρναγε από Tampa. Είχαμε πορεία, για να μην πέσουμε πάνω του".
Ώσπου ο καπετάνιος, ("καλή του ώρα όπου και να'ναι, αν ζει ακόμα") είπε ότι θα πήγαιναν από Miami. Αυτοκτονία! "Τρέχα γύρευε τώρα, γιατί του'ρθε έτσι".
Κι έτσι, τους έπιασε.Το μάτι του τυφώνα ήταν πέρα στις Αζόρες, αλλά ο ίδιος είχε αναπτυχθεί πλέον τόσο πολύ, που η ακτίνα του κάλυπτε εκατοντάδες μίλια. Δεν ήταν τόσο ασφαλής εδώ η γνωστή μέθοδος του να πλέεις στα 200 μίλια απόσταση. Έπεσαν λοιπόν μέσα στην ακτίνα του, και τα κύματα άρχισαν να υψώνονται, ώσπου στο τέλος έφτασαν να μοιάζουν σαν πολυκατοικίες.
"Πόσα μποφόρ;"
"Πάνω απο τα 12, δεν μετράς πια".





Μερικά από τα όργανα του πλοίου, χάλασαν. Κυριαρχούσε το χάος. Έτρεμαν μήπως τα κύματα σπάσουν το κύτος, ήταν ικανά να το κόψουν σαν ξυράφια. Ταχύτητα ανέμου; Εκατό κόμβοι και βάλε!
"Βγάζεις το κεφάλι σου έξω από αμάξι που τρέχει με 200 χιλιόμετρα την ώρα; Βγάλτο και θα δεις. Έτσι ήμασταν".
Όσο και να προσπαθώ να το φανταστώ, δεν γίνεται. Έχω τύχει σε 10 μποφόρ, τοπικά σε 11, και το λιγότερο που μπορώ να πω είναι ότι σου'ρχεται η ψυχή στο στόμα και κοντεύεις να την φτύσεις ανά πάσα στιγμή. Κι εδώ μιλάμε για άνω των 12 - μερικά πράγματα όντως δεν υπολογίζονται από ένα σημείο και πέρα με αριθμούς.
"Δεν χρησιμοποιούσα τον ασύρματο πολύ, για να κάνουμε ό,τι οικονομία μπορούσαμε στην ενέργεια. Είχαμε εκπέμψει S.O.S., και στη συνομιλία μου με ένα πλοίο, τους είπα "Σβήνω τώρα τον ασύρματο. Θα τον ξανανοίξω σε λίγο. Εάν υπάρχουμε"σε λίγο"!"
Θρησκευόμενοι και άθεοι, πίστευαν όλοι πλεόν στο Θεό - μόνο η προσευχή τους έμενε.
"Και δε μας έφταναν όλ' αυτά - ο  μάγκας ο αρχιμηχανικός, τα'χασε, και είπε να σβήσουμε τις μηχανές!" Μετά από τόσα χρόνια, ακόμα το θυμόταν κι ωρυόταν.
Έχω ακούσει κι εγώ πολλές βλακείες στη ζωή μου, αλλά μου φαίνεται ότι αυτό τις ξεπερνούσε όλες.
"Είχα μπαρκάρει μουτζωμένος. Πρώτα ο καπετάνιος, και ύστερα αυτός! Ο ένας μας έριξε στο στόμα του Χάρου, κι ο άλλος ήθελε να μας αποτελειώσει!" Ως γνωστόν, το σβήσιμο των μηχανών θα υπέγραφε την καταδίκη τους.
Με τα πολλά, κατάφεραν να τον πείσουν. Ή μάλλον όχι, δεν τέθηκε ζήτημα πειθούς. Απλά είπαν όλοι "Όχι!"
Άντεξαν δύο μέρες ολόκληρες, με πορεία προς τη μεριά του τυφώνα. Ώσπου την τρίτη μέρα, έκαναν στροφή.
"Μόνο μετά από δύο μέρες μπορέσαμε να κάνουμε μανούβρα. Αν δοκιμάζαμε να το γυρίσουμε πιο πριν, το πλοίο θα τσακιζόταν".
Κι έτσι, γλύτωσαν...
"Με τη βοήθεια του Θεού, όμως. Αν δε μας είχε λυπηθεί, θα τάϊζα τα ψάρια της Φλόριντας".



Αυτά προς το παρόν γι απόψε...
κάποια στιγμή θα πούμε κι άλλα....







 Αφιερωμένο σ' όλους τους παραπάνω, και σ' όλους όσους ταξιδεύουν στις θάλασσες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου