Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Το σύντομο καλοκαίρι της εφηβείας



Δεν ήταν για να ξαναφύγω διακοπές. Είχα μόλις επιστρέψει από ταξίδι στο εξωτερικό, η δουλειά είχε μαζευτεί απειλητικά, και υποτίθεται έπρεπε να ακούω από παντού τη φράση "καλό χειμώνα". Με έπαιρναν τηλέφωνο συνάδελφοι, μου έλεγαν "καλό χειμώνα" ίσα για το σπάσιμο, και το έκλειναν (ήξεραν ότι διαολίζομαι). Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, στη γειτονιά κανείς, όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί αρμένιζαν ο καθένας και σ' από ένα νησί του Αιγαίου - δεν είχα κανέναν να πω μια κουβέντα μες στον καύσωνα. Μου ήταν αβάσταχτο.

Ένα υπεραστικό τηλεφώνημα από Λήμνο έφτανε για να πέσει ξαφνικά η ιδέα- και, από εκείνη τη στιγμή και πέρα δεν κρατιόμουν.

Είχε ειπωθεί βλέπεις η μαγική λέξη, "Σκόπελος". Το νησί μου. Η αγάπη μου η μεγάλη. Που δεν την είχα δει για δύο χρόνια, κι όλο κλωθογύριζε στο μυαλό μου. Που μου έλειπε όπως μας λείπει άνθρωπος αγαπημένος.

Έκανα τα πάντα για την άδεια. Δούλεψα σαν το σκυλί. Δεν ήταν για να φύγω, αλλά από τη στιγμή που είχε ειπωθεί η λέξη, τα είχα τινάξει ήδη όλα στον αέρα. Το μυαλό μου ήταν ήδη πανί ανοιγμένο και πέρναγαν από μέσα όλοι οι άνεμοι του ανεμολόγιου.

Μισή ώρα πριν φύγω, ετοίμασα μία τσάντα, έριξα μέσα ό,τι να'ναι και είπα "είμαστε εντάξει, φτάνουν και περισσεύουν" (για όσους με ξέρουν καλά, γνωρίζουν την σχέση μου με την κατάσταση "φτιάχνω βαλίτσα", άρα μπορώ να πω πια πως εδώ ξεπέρασα εαυτόν). Ένα παρεό, ένα μαγιό, σαγιονάρες, κάτι υποτυπώδες για το βράδυ - δεν μπορούσα να σκεφτώ για περισσότερα, κουραζόμουν. Ούτε καν αντηλιακό δεν έριξα μέσα. Σοφή επιλογή, όπως αποδείχθηκε, γιατί το αμάξι δεν χωρούσε τίποτα περισσότερο!

Ξεκινήσαμε λοιπόν μια παρέα για το νησί, ό,τι να'ναι. Οι μισοί κοιμόμασταν, οι άλλοι μισοί προσπαθούσαν να καπνίσουν κόντρα στον άνεμο, ρίχνοντας τις γόπες σε ποτήρια καφέ που κόντευαν να πάρουν φωτιά, και το αμάξι πήγαινε περιέργως καλά, κόντρα στους φόβους του ιδιοκτήτη ότι "θα βρει κάτω".

Πήραμε το καράβι από τον Άγιο Κωνσταντίνο, και παρόλο που το έλεγαν "Εξπρές Πήγασος", ήταν σκέτος ευφημισμός - ούτε εξπρές ήταν, ούτε Πήγασος. Μαθημένη στα δελφίνια για τη Σκόπελο, οι τέσσερεις ώρες μου έπεφταν κάπως βαριές. Άλλοι στην παρέα, πιο ανυπόμονοι από μένα, ήθελαν να πάρουν το τιμόνι του πλοίου να πάει πιο γρήγορα. Παιδάκια τσίριζαν, η τηλεόραση του πλοίου έδειχνε Δόγκανο, και κάποιος σεβάσμιος κύριος πιο πέρα τα πήρε κρανίο στα χαρτιά και πέταξε τα τραπουλόχαρτα στη μούρη της σεβάσμιας συζύγου του - μια ομορφιά. Mετά από άβολο ύπνο μέσα στο αρκτικό ρεύμα του αιρ- κοντίσιον (η ελληνική ακτοπλοϊα νομίζει ότι ταξιδεύει πάντα για τους τροπικούς), άκουσα επιτέλους μια στιβαρή φωνή να ανακοινώνει: "We are arriving at Skiathos, all passengers for Skiathos to be prepared for disembarkation". Αυτό το disembark και το disembarkation είναι η λατρεία μου, πάντα ανυπομονώ να τα ακούσω στα πλοία - όσο πιο βαριά και βλάχικη η προφορά, τόσο πιο πολύ τα λατρεύω.

Η Σκιάθος είναι πάντα το σήμα ότι πλησιάζουμε. Όσο κι αν δεν το πάω αυτό το νησί, πάντα θα βγω στο κατάστρωμα να το χαιρετήσω νοερά. Από εκεί και πέρα ξεκινάει το μπουγάζι, ταρακουνάει το πλοίο πάντα, έτσι για το γούστο - μέχρι να καβατζάρει τον κάβο Γουρούνι, το πρώτο σκοπελίτικο ακρωτήρι. Φέτος δεν μας κούνησε το μπουγάζι, και πολύ στεναχωρήθηκα - δε μ΄αρέσει να χαλάει το εθιμοτυπικό.

Και να οι παραλίες να φαίνονται πέρα μακριά, του Περιβολιού, η άλλη η Ακατανόμαστη, του Αγγελέτη η άμμος, η Σπηλιά, ο Αϊ- Γιάννης... Και να ο Καλόγερος, να η Τρυπητή και το Γλυστέρι...χαιρόμουν σα μικρό παιδί. Το ωραιότερο παιχνίδι να μου έδιναν μικρή μέσα στα χέρια, δεν συγκρινόταν ποτέ με το αίσθημα του να πλησιάζω στο νησί. Το μπουρίνι έλαμπε δια της απουσίας του, τα μελτέμια είχαν περάσει και δεν είχαν ακουμπήσει. Πρώτη φορά ταξίδευα για το νησί με τέτοια νηνεμία - λάδι η θάλασσα, στραφτάλιζε, και τα δελφίνια μας είχαν αποχαιρετήσει από τα ανοιχτά, παντοτινή παρέα στο ταξίδι στις Σποράδες.

Η Χώρα πάντα σε ξεγελάει. Όλο περιμένεις να τη δεις από τη στροφή, και ποτέ δε φαίνεται, μέχρι την τελευταία στιγμή. Πρώτα φαίνεται το Κάστρο, που περιτυλίγει τα σπίτια που χτίστηκαν εκεί για να προφυλαχτούν από τους πειρατές. Και μετά, όταν πια το καράβι μπαίνει στο λιμάνι, ξεδιπλώνεται και η υπόλοιπη. Με ρωτούσαν αν φαίνεται το σπίτι μου απο το λιμάνι - που να φανεί, μέσα στο λαβύρινθο από σοκάκια. Είναι χωμένο μέσα σε μια μικρή, ταπεινή πλατεϊτσα, το Γυφτόρεμα - το λένε έτσι γιατί παλιά εκεί είχαν τα κονάκια τους οι γύφτοι, οι σιδεράδες.

Μαθημένη εγώ να ανηφορίζω και να κατηφορίζω τα σοκάκια μια ζωή, γέλαγα πολύ με την αγανάκτηση των άλλων. Για μένα δεν είναι τίποτα να ανέβεις και να κατέβεις με τα μπαγκάζια, να ανέβεις και να κατέβεις για να πας να πάρεις τσιγάρα, να ανέβεις και να κατέβεις για να πας για μπάνιο, για να βγεις το βράδυ, για να πας να φας. Είπαμε, έχει εθιμοτυπικό... Ένα από αυτά είναι και το να χτυπήσω την καμπάνα - όποια καμπάνα εκκλησίας βρεθεί πρόχειρη. Το σωστό εθιμοτυπικό (made by Mahi) λέει ότι χτυπάς την καμπάνα τα ξημερώματα, κομμάτια, καθώς βγαίνεις από τα μπαρ, κι ο κόσμος πετάγεται έξω νομίζοντας ότι έπιασε φωτιά ή ότι ξεκίνησε ο όρθρος. Και είναι πλήρως επιτυχημένο μόνο αν πέσει και μπουγέλο, από τα αγανακτισμένα μπαλκόνια...Φέτος δεν το έκανα σωστά, την χτύπησα μεσημεριάτικα - αλλά ευτυχώς το πέτυχε καλά μετά κάποιος άλλος από την παρέα!

Και οι μέρες πέρασαν μέσα σε μια θεϊκή αναρχία. Κανένα πρόγραμμα για τίποτα. Ο καθείς στον κόσμο του, και όλα καλά. Ζαμάν φου και ζαβιόν, όπως έλεγε και μια παλιά φίλη. Ζαβιόν, μια λέξη χωρίς μετάφραση, που είχε ειπωθεί κάποτε εν μέσω μεγάλης μέθης: "χαλαρώστε, η ζωή είναι ζαβιόν". Τουτέστιν, άσε τον κόσμο να γυρίζει κι εσύ κάτσε κι απόλαυσέ το.

Απόλαυσα ένα σπίτι ανάστα ο κύριος. Το αφήναμε ξεκλείδωτο, μπαίναμε και βγαίναμε χωρίς κλειδιά. Όποιος ήθελε κι αν του έκανε κέφι, έπλενε τα πιάτα ή κατέβαζε τα σκουπίδια. Όποιος ήθελε, έφερνε τυρόπιτες, κι όποιος ήθελε, έφτιαχνε καφέ για τους υπόλοιπους. Κοινόβιο. Το μόνο μείον ήταν ότι στα επάνω πατώματα επικρατούσε η αφρικάνικη ζέστη, αυτή που σε πιάνει ασφυξία σαν να τρως γροθιά στο στέρνο, ενώ στο κάτω πάτωμα βρισκόταν ο Βόρειος Πόλος, ένεκα του μοναδικού κλιματιστικού. Στον Βόρειο Πόλο επικρατούσε το σώσε, γιατί όλοι αγωνίζονταν για το ποιός θα πιάσει τον καναπέ-κρεββάτι. Το είχαμε μετατρέψει σε καφενείο, με αθλητικές εφημερίδες για τους κυρίους, η τηλεόραση να παίζει τα ματς, να στάζουν σιρόπια οι σοκολατόπιτες στο ψυγείο και τα αποτσίγαρα να φτάνουν στο ταβάνι. Κάψαμε και την ασφάλεια στον ηλεκτρικό πίνακα, καθώς τρεις μαθηματικοί και δύο μηχανικοί δεν σκέφτηκαν ότι αν ανάψεις δύο θερμοσίφωνες μαζί και ένα κλιματιστικό, μάλλον κάτι δεν θα πάει καλά... Πάλι καλά που δε βάλαμε και την τοστιέρα να λες (η οποία παρεπιπτόντως είχε χαλάσει και τρώγαμε μισοψημένα τα τοστ - αλλά δε μας ένοιαζε καθόλου). Στον κήπο του σπιτιού κάτω από τις απλωμένες πετσέτες και τα μαγιό, πίναμε το βράδυ τα σφηνάκια μας, αγναντεύαμε τον Δία να απομακρύνεται ολοένα από τη Σελήνη και μιλάγαμε εν μέσω άλλων και για τον Νεύτωνα, που είχε αχρωματοψία και πήγαινε στις κηδείες με κόκκινα παντελόνια, που τσακωνόταν με τον Λάιμπνιτς (και τον άλλο που δε θυμάμαι, παρακαλώ βοηθήστε), για την κβαντική και για το ποιός θα πάρει σειρά να κάνει ντους.

Τα μπαρ ήταν μία απελπισία - και λογικό, αφού κάθε βράδυ μέχρι να μαζευτούμε, να πλυθούμε απο τη θάλασσα, να ξυστούμε, να κοιμηθούμε, να διαβάσουμε τα διάφορά μας ο καθείς και μέχρι να το πάρουμε απόφαση (και όλα αυτά σε διαφορετική χρονική στιγμή ο καθένας, όποτε του'ρχότανε), πήγαινε τρεις η ώρα. Στις τρεις το βράδυ όλα τα υποφερτά μαγαζιά στη Σκόπελο κατεβάζουν τα σκουπίδια (δεν είναι δα και Μύκονος), οπότε απέμεναν για τη διασκέδασή μας κάτι κλαμπ μεταξύ κωλόμπαρου και αποτυχημένης χοροεσπερίδας. Στην αρχή δεν πτοούμασταν, κι ας ακούγαμε κι από χίλιες φορές το "Americano" (δεν το λένε τυχαία Papara Americano - αν δε με πιστεύετε, βάλτε το στο utube να το δείτε, έτσι είναι ο τίτλος), ή να ακούμε Νατάσα Θεοδωρίδου στις οχτώ χιλιάδες στροφές εν μέσω χιλίαδων χαρτοπετσετών πεσμένων στο πάτωμα. Όλα τα αντέχει ο άνθρωπος, ακόμα και τις μπόμπες. Αισθανόμουν και πάλι δεκαεφτά χρονών (αν και όταν ήμουν δεκαεφτά τα μπαρ στη Σκόπελο έπαιζαν Nirvana, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Ξαναζούσα το καλοκαίρι της εφηβείας μου. Κι ας ήθελε άλλος να πηγαίνουμε στο κωλόμπαρο, άλλος να λέει ότι δεν ξαναπατάει εκεί μέσα, άλλος να τρώει μακαρόνια με κιμά στο ξενυχτάδικο, κι άλλος (μάλλον, άλλη) να θέλει να τρέξει με τα μαλλιά ξέπλεκα σαν την Αστέρω ξημερώματα στον βράχο της Χαδούλας. Ήμασταν όλοι ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή, και στην τελική πολύ μου άρεσε.

Στις 4.00 το απόγευμα αποφασίζαμε με τα πολλά να πάμε στη θάλασσα, κι αφήναμε τον ένα της παρέας να κάνει συντροφιά στον καναπέ του Βόρειου Πόλου (είχε αυτοανακυρηχθεί ο φύλακας του σπιτιού). Το μπάνιο ήταν μια εξωγαλαξιακή εμπειρία. Βούταγα στη θάλασσα και κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο μούλιαζε, γέμιζε νερό και άδειαζε από οτιδήποτε άλλο. Είχα ξεχάσει ότι υπήρχε πίσω ένα σπίτι, μία Αθήνα, μία δουλειά, πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Έπρεπε? Μα τι ηλίθια λέξη. Αν ήμουν ο Μπαμπινιώτης, θα έσβηνα κάθε χρόνο του "πρέπει" από τα λεξικά. Δεν θα επέτρεπα να υπάρχει τέτοια λέξη στην ελληνική γλώσσα.

Το μπάνιο λοιπόν, ήταν η κορωνίδα του καλοκαιριού. Κι ας μας φάγανε ζωντανούς οι σφήκες. Τι είναι δυο, τρεις, πέντε, δεκαπέντε σφήκες μπροστά στην αιωνιότητα? Τα καλά κόποις κτώνται, άλλωστε. Να εξαιρέσουμε επίσης και κάτι ύπουλα ψάρια, αόρατα στο μάτι, αλλά που τσιμπούσαν σαν πιράνχας. Ευτυχώς που δεν μου έκαναν και την πλάκα που σχεδίαζαν, να μου δαγκώσουν το πόδι μες στη θάλασσα (δεν πρόλαβαν, γιατί με τσίμπησαν οι σφήκες), αλλιώς θα νόμιζα ότι είναι καρχαρίας και θα αναγκαζόταν να έρθει το ελικόπτερο στη θάλασσα να με πάρει, να με μεταφέρει στην Αθήνα με καρδιακή ανακοπή!

Αυτά που λέτε με τη Σκόπελο. Λίγες οι μέρες, αλλά "πήρα ζωούλα", όπως λέμε στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Πήρα μία μεγάλη, τεράστια ανάσα. Ξαναέζησα σαν δεκαεφτά χρονών. Ποτέ δεν ξέχασα πώς είναι, αλλά άλλο να το θυμάσαι, κι άλλο να το ζεις!


Αφιερωμένο στους Δημήτρηδες, τον Μιχάλη και την Ιωάννα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου