Σήμερα έκανα μία μεγάλη βόλτα κάτω από τις χιονονιφάδες. Φορώντας την αλπική μου κουκούλα, νόμιζα ότι βρίσκομαι κάπου αλλού, όταν κατάφερνα να παίρνω το βλέμμα μου από τον δρόμο, και να το συγκεντρώνω μόνο στο λευκό που στροβιλιζόταν γύρω μου. Μία μεγάλη χαρά με πλημμύρισε, αυτή η χαρά που με πιάνει όταν πέφτω μέσα σε μεγάλα κρύα, σε καταιγίδες, σε χιόνια - "δεν είσαι δικό μας παιδί", γέλαγαν κάποτε οι γονείς μου. "Παιδί του χειμώνα", με έλεγε κάποτε ένας συμφοιτητής στο Πολυτεχνείο, με είχε πάρει χαμπάρι.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα χιόνι.
Δεν είχα μάθει να μιλάω καλά καλά, αλλά την θύμηση την έχω.
Ήταν νύχτα, ήμουν στο τζάμι και κοίταζα - τι άλλο - έξω.
Πάντα μου άρεσε να αγναντεύω από τα παράθυρα, ειδικά τη νύχτα. Το έχω χούι, δεν ξέρω από πότε μου κόλλησε - ίσως από πάντα. Κοιτάζω έξω πάντα μία φορά κάθε βράδυ, κι αν με βρει ξύπνια το ξημέρωμα, κοιτάζω πάντα μία φορά και τότε. Είναι κάτι σαν τελετουργία, το κάνω αυτόματα.
Το ήξεραν από τότε οι γονείς μου, και με παρακολουθούσαν κρυφά, να κοιτάζω έξω, χαζεμένη ως συνήθως. Κρυφογέλαγαν και το διασκέδαζαν, ώσπου με άκουσαν να φωνάζω. Πετάχτηκα όρθια και τους έδειχνα με το χέρι φωνάζοντας, σε μία γλώσσα δική μου, που έλεγε "Κοιτάξτεεεεε!!! Τι είν' αυτό;;;"
Έβλεπα τις νιφάδες να στροβιλίζονται στον κήπο, μέσα στο μισοσκόταδο, με φόντο αυτή την ραδιενεργή ανταύγεια που έχει ο χιονισμένος ουρανός, και με είχε πιάσει μία τρέλα άνευ προηγουμένου. Είχα πάθει σοκ, μου άρεσε τόσο αυτό που έβλεπα, που δεν ήξερα τι μου γίνεται. Τους τράβαγα ήδη από τα ρούχα να βγούμε έξω, όλο έξαψη κι ανυπομονησία. Είδανε και πάθανε να με ηρεμήσουνε, "Έχει κρύο", μου λέγανε, "όχι τώρα". Τίποτα εγώ, βγήκα έξω. Έπεφταν οι νιφάδες πάνω μου, στεκόμουν και γύριζα γύρω γύρω από τον εαυτό μου χαμογελώντας. "Είναι χιόνι", μου είπαν, και μαγεύτηκα κι από την λέξη την ίδια. Τι ήταν αυτό το δώρο που έπεφτε από τον ουρανό; Κοίταζα τους γονείς μου - ήταν κι εκείνοι μαγεμένοι σαν και μένα. "Άρα καλά κατάλαβα, είναι κάτι σπουδαίο", σκέφτηκα.
Από τότε, κάθε χειμώνα, περίμενα το χιόνι. Περισσότερο κι από τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πήγαινα και μίλαγα στις χριστουγεννιάτικες μπάλες στο δέντρο (νόμιζα ότι έχουν μαγικές δυνάμεις και με ακούνε) και τους έλεγα ψιθυριστά να μου φέρουν χιόνι. Και μετά παρήγγελνα στον Άγιο Βασίλη τα υπόλοιπα (βαριόμουν να του γράψω γράμμα, σκεφτόμουν ότι εφόσον είναι άγιος, με άκουγε όταν τα σκεφτόμουν μέχρι κι απο μέσα μου - σιγά μην μπαίνουμε στον κόπο τώρα). Αλλά πολύ λίγες φορές μου γινόταν το χατήρι, ειδικά αν μέναμε για γιορτές στην Αθήνα. Από τη στεναχώρια μου, διάβαζα όλο χειμωνιάτικα παραμύθια. Αφού δεν είχα χιόνια στην πόρτα μου, τα έβρισκα τουλάχιστον στα βιβλία μου.
Έτσι έμαθα για τους Λάπωνες, που καβαλούσαν τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι, και έφευγαν λέει στον ουρανό πάνω σε κάτι πράσινα και μπλε φώτα. Τα ίδια έκαναν και οι Εσκιμώοι - αλλά οι Λάπωνες είχαν φορεσιές που χτύπαγαν πιο πολύ στο μάτι, μπλε και κόκκινες, πολύ ουάου, ενώ οι καημένοι οι Εσκιμώοι όλο κάτι γκρίζα φόραγαν. Ψήφιζα λοιπόν Λάπωνες. Και αυτές οι λωρίδες φωτός... "Το ουράνιο τόξο τους θα είναι", έλεγα. Σύντομα έμαθα ότι το έλεγαν Βόρειο Σέλας. Καθώς έγερνα στο μαξιλάρι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, σκεφτόμουν τι θαυμαστό πράγμα να είναι αυτό, και πώς θα ήταν να το βλέπεις από κοντά. Θα πρέπει να σου' παιρνε τη μιλιά, και μισό πίστευα ότι υπήρχε, μισό ότι δεν υπήρχε - όπως για όλα τα εκπληκτικά πράγματα της παιδικής μας ηλικίας.
Μετά, διάβασα τη Βασίλισσα του Χιονιού. Αυτή ήταν πολύ κακιά, αλλά και πολύ όμορφη. Μπερδευόμουν, γιατί ως γυναίκα σε μικρογραφία, επικροτούσα το απαράμμιλο στιλ της - αλλά, γαμώτο, ήταν κακιά και της άξιζε μια τιμωρία. Μου την έδινε που δεν ήταν ασκημομούρα σαν τις άλλες μάγισσες και δεν μπορούσα να τη σιχαθώ, με μισή καρδιά της έδινα την καταδίκη μου. Και είχε και το άλλο! Ένα παλάτι όλο από πάγο! Χριστέ μου, τι ήταν όλ' αυτά, πσσσσσςς. Μεγαλείο των μεγαλείων. Ζούσε λέει στο νησί Σπιτσμπέργκεν, εκεί είχε το μυθικό παλάτι. Δύσκολη λέξη, ούτε να την πω δεν μπορούσα. Όσο για το νησί, ήμουν 100 % σίγουρη ότι υπήρχε. Με την ατράνταχτη λογική μου, σκεφτόμουν ότι ένα τέτοιο κακόηχο όνομα, θα το έδιναν μόνο σε ένα υπαρκτό μέρος. Αν ήταν παραμύθι, θα διάλεγαν παραμυθένιο όνομα. (Και έπεσα μέσα - φέτος βρέθηκα πολύ κοντά του. Αν είμαι καλά, θα πατήσω και πάνω του στο μέλλον).
Στην Αθήνα λοιπόν, έπηζα μες στη ζέστη του καλοριφέρ. Μπλιαχ. Μέχρι και το χιόνι που καταδεχόταν να πέσει, δεν ήταν όπως έπρεπε. Κάτι του' λειπε. Στο χωριό όμως, ωωωω!!! Ωωωωω!!! Χιονοπόλεμος και χιονάνθρωποι κι αυτός ο υπέροχος ήχος του χιονιού που κάνει "χρουτς" και βρίσκεσαι μέσα του ως τα γόνατα και γίνεσαι ένα χάλι, αλλά δε σε νοιάζει. Και μετά που βγάζεις τις γαλότσες σου, καίνε τα πόδια σου από το κρύο και ουρλιάζεις από το ξύλιασμα, αλλά σ' αρέσει - και πιο πολύ ουρλιάζεις, επειδή σ' αρέσει! Και αν βρίσκονται πολλά παιδιά μαζί, αρχίζουν τα ουρλιαχτά σαν τα λυκάκια, και τίποτα δεν τους αρέσει περισσότερο από το να δοκιμάζουν τους πνεύμονές τους.
Αν και κάτι Χριστούγεννα στο χωριό, έμελλαν να είναι Η πανωλεθρία....
Τα είχα κανονίσει όλα, τα είχα συζητήσει με τον Άγιο. Τον Βασίλη, ντε. Του είχα πει να μου φέρει Μπάρμπι. Ήμουν λίγο ανήσυχη όμως, γιατί τελευταία ο Άγιος τα' κανε μαντάρα, άλλα του' λεγα κι άλλα μου' φερνε. "Αααα, δεν τα πάμε καλά", σκεφτόμουν. "Δεν είσαι καλό παιδί, γι' αυτό δε σου φέρνει ό,τι του λες - και πάλι καλά που σου φέρνει κιόλας κάτι", μου τσαμπούναγαν οι δικοί μου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Εμένα το αυτί μου δεν ίδρωνε από τέτοιες χαζές συλλογιστικές. Σιγά μην δεν ήμουν καλό παιδί, μια χαρά ήμουν και ο Άγιος το ήξερε - άσε τους γονείς μου να λένε, τι ξέρουν αυτοί. Αλλά, να, δεν τσούλαγε το πράμα. Ειδικά μετά το φιάσκο των τελευταίων Χριστουγέννων, που ο Άγιος μου΄χε φέρει ένα ψυγειάκι με φωτάκι, νόμιζα ότι με δουλεύει. "Μα, με φωτάκι??!!!???" άφριζα. Τι να το κάνω το κωλοψυγείο, να πούμε. Εγώ κουζινικά δεν έπαιζα. Οι δικοί μου βέβαια, νόμιζαν ότι το ψυγειάκι με το φωτάκι ήταν κάτι το υπερουάου, ειδικά το φωτάκι (το οποίο, όπως δήλωσα, ειδικά αυτό με έκανε για άγνωστους λόγους τούρμπο). Λες και είχαν ανακαλύψει την πυρίτιδα έκαναν. " Όπα ρε παιδιά", σκέφτηκα, "αν το γουστάρετε τόσο, πάρτε το σεις".
Και τότε μπήκε για πρώτη φορά ο διάολος μέσα μου.
Λέω, ωχ! Για περίμενε... Για να θέλουνε οι δικοί μου τόσο το ψυγείο και ο Άγιος να το φέρνει, κάτι βρωμάει εδώ πέρα. Δεν ακούει εμένα, κι ακούει αυτούς; Ή μήπως........Χμμμμ. Έπρεπε να λύσω το μυστήριο. Αυτό με το φωτάκι δε θα περνούσε έτσι εύκολα.
Ήμασταν λοιπόν στο χωριό, είχαν σκεπαστεί τα πάντα από το χιόνι, και ήμασταν όλοι μες στην ανυπομονησία. Η ώρα, εκείνη η ώρα, πλησίαζε. Ξέραμε ότι ο Άγιος χτυπάει το κουδούνι της πόρτας, τρέχαμε κι ανοίγαμε, και δεν τον προλαβαίναμε ποτέ - και τα δώρα βρίσκονταν στο χαλάκι της πόρτας. Έβραζα από μέσα μου. Θα έσκαγα. Ή τώρα, ή ποτέ.
"Μπαμπά", πήγα και τον τράβηξα από το μανίκι, "θέλω μια χάρη. Θέλω να λύσουμε το μυστήριο".
"Ποιό μυστήριο;" ρώτησε ο ανύποπτος άνθρωπος.
"Του Αγιο- Βασίλη. Θέλω να τον δω".
"Να τον δεις;"
Με κοίταξε σκεφτικός.
"Ναι. Θέλω να τον δω. Τι σόι είναι αυτός που μου φέρνει αυτά τα δώρα. Είναι άνθρωπος; Τι είναι; Θέλω να δω".
Το σκεφτόταν ακόμα.
"Θέλω να του στήσουμε καρτέρι. Να τον πιάσουμε".
Είδα την έκφρασή του να αλλάζει, κάτι του πέρασε από το νου αστραπιαία και το΄ξερα. Η φάτσα του πρόδιδε τώρα ότι σκεφτόταν μεγάλη σκανταλιά.
"Εντάξει", μου είπε στο τέλος, "θα το κάνουμε. Θα τον παραφυλάξω μες στα χιόνια. Κι όταν τον δω, θα τον κυνηγήσω με το φτυάρι. Εσύ όταν θα ακούσεις φωνές, βγες έξω να τον δεις!"
Πωπω χαρές, εγώ και η αδερφή μου δεν κρατιόμασταν μετά απ' αυτό.
Στηθήκαμε στο παράθυρο, για να περιμένουμε το σύνθημα.
Και όταν ακούσαμε τις πολυπόθητες φωνές
- κάτι ουρλιαχτά ήταν, "μα γιατί ουρλιάζει ο Αη-Βασίλης;" είπε η αδερφή μου απορημένη -
κάτι σπαραχτικές κραυγές, "βοήθεια" και τέτοια, πεταχτήκαμε έξω, μισό - φοβισμένες, και μισο - ανυπόμονες να δούμε το μαγικό πρόσωπο.
Και είδαμε
Ωχ Χριστέ μου
Τη μάνα μου να τρέχει μες στα χιόνια και να φωνάζει "Μα τι κάνειειειειεις, τρελάθηκεεεεεες;;;;;" και τον πατέρα μου να γελάει και να την κυνηγάει με το φτυάρι, να πέφτουν μέσα στα χιόνια, να ξανασηκώνονται, και ξανά μανά, να κυνηγιούνται μέχρι την άκρη του χωραφιού, σβήνοντας στην ομίχλη.
Όλος ο κόσμος θρυψαλλιάστηκε και με έναν τεράστιο θόρυβο έπεσε πάνω σε μένα και την αδερφή μου. Κοιτάζαμε το υπερπέραν αποσβολωμένες. Μέσα σε ένα dt, τα είχαμε καταλάβει όλα.
ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ.
Πωωωωω.
Τι ήττα ήταν αυτή.
Δεν μας είχαν μείνει λόγια.
Τέλος.
Τι να πεις μετά. Πολύ πικρά εκείνα τα Χριστούγεννα. Οι γονείς προσπαθούσαν να μπαλώσουν τη μαλακία τους: "Ε, μεγάλες είσαστε, καιρός να σας το λέγαμε ότι δεν υπάρχει", και τέτοια. Αν και κάπου είχαν καταλάβει την γκάφα, γιατί η μάνα μου όταν κοίταζε τον πατέρα μου, τα μάτια της έβγαζαν αστραπές. Η αδερφή μου, είχε συμβιβαστεί, άνοιγε τα δώρα και το είχε ψιλοξεχάσει, πάντα της ήταν υλιστικό πλάσμα (χαχαχα) - ενώ εγώ το φύσαγα και δεν κρύωνε. Το είχα προκαλέσει βλέπεις, είχα βάλει το χέρι μου. Ο πατέρας μου, όταν τον κεραυνοβολούσε η μάνα μου, γύρναγε και με κοίταγε με ύφος "έλα, είμαστε σύμμαχοι εμείς". Αμ δε!
Θα προτιμούσα να νομίζω ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης, κι ας μου έφερνε κάθε χρόνο ψυγειάκια με φωτάκια.
Αλλά δεν τους το είπα.
Δεν είχε νόημα πια...
Κοίτα καλέ πόσα σκέφτεται κανείς με μια απλή χιονονιφάδα...
Αν και είμαι τώρα στο δίλημμα...να το στρώσει ή όχι; Εμένα, που είμαι μέσα στα καλοριφέρ και τις ανέσεις, μια χαρά θα μ' άρεσε να το στρώσει...Αλλά για κάτι άλλους που κοιμούνται στους δρόμους, δεν θα ήταν και το καλύτερό τους. Δεν είμαι πια μικρή, και δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης. Κακά τα ψέμματα. Δεν μπορώ να λέω, αχ να το στρώσει για να μ' αρέσει, ενώ κάτι άλλοι εκεί έξω ψοφολογάνε. Δεν μου πάει.
Αν θέλω χιόνια, ναι, ας αξιωθώ μια φορά να σηκωθώ και να πάω στο Σπιτσμπέργκεν, που λέγαμε παραπάνω. Εκεί δεν έχει κόσμο να κοιμάται έξω να ξεπαγιάζει, 2-3 κατοίκους έχει, που χώνονται μέσα, για να μην τους φάνε οι πολικές αρκούδες. Γιατί, ναι μεν μπορεί να μην υπάρχει Άγιος Βασίλης, αλλά κάποια άλλα μαγικά πράγματα, συνεχίζουν να υπάρχουν...
(και θα μου πεις, "εσύ κυρία μου αν πας σε ένα μέρος που δεν έχει φτωχούς, τι θα πει; ότι ξαφνικά επειδή αυτοί εξαφανίστηκαν από το οπτικό σου πεδίο δεν υπάρχουν;" άλλη ιστορία αυτή....)
σας χαιρετώ προς το παρόν
και κρατήστε την ομορφιά μιας χιονονιφάδας στη μνήμη σας
1 σχόλιο:
Διαβάζω πάλι αυτό το κομμάτι,και πολλές οι θύμησες...μα κυρίως η λέξη "καλοριφέρ"!!
Που στην Ελλάδα του 2016 είναι πια μια λέξη για τα λεξικά. Και για κάποιους,ήταν πάντα μια λέξη για τα λεξικα. (Achernar)
Δημοσίευση σχολίου